βύας: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βύας''': -ου, ὁ, νυκτερινὸν πτηνόν, [[εἶδος]] [[μεγάλης]] [[γλαυκός]], «μποῦφος», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 3, 2· [[βύας]] ἔβυξε, «ἕνας μποῦφος ἐφώναξε», Δίων Κ. 56. 29., 72. 24· - ὁ [[τύπος]] [[βῦζα]] καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[βύζω]] δεικνύουσιν ὅτι τὸ [[βρύας]] [[εἶναι]] ἐσφ. γραφὴ παρ’ Ἀριστ.
|lstext='''βύας''': -ου, ὁ, νυκτερινὸν πτηνόν, [[εἶδος]] [[μεγάλης]] [[γλαυκός]], «μποῦφος», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 3, 2· [[βύας]] ἔβυξε, «ἕνας μποῦφος ἐφώναξε», Δίων Κ. 56. 29., 72. 24· - ὁ [[τύπος]] [[βῦζα]] καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[βύζω]] δεικνύουσιν ὅτι τὸ [[βρύας]] [[εἶναι]] ἐσφ. γραφὴ παρ’ Ἀριστ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />hibou, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' onomatopée ; cf. <i>lat.</i> bubo.
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύας Medium diacritics: βύας Low diacritics: βύας Capitals: ΒΥΑΣ
Transliteration A: býas Transliteration B: byas Transliteration C: vyas Beta Code: bu/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A eagle-owl, Strix bubo, Arist.HA592b9 (v.l. βρύας) βύας ἔβυξε an owl hooted, D.C.56.29, 72.24. (Onomatop.)

German (Pape)

[Seite 467] ὁ, der Uhu, Arist. H. A. 8, 3; auch βρύας u βῦζα.

Greek (Liddell-Scott)

βύας: -ου, ὁ, νυκτερινὸν πτηνόν, εἶδος μεγάλης γλαυκός, «μποῦφος», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 3, 2· βύας ἔβυξε, «ἕνας μποῦφος ἐφώναξε», Δίων Κ. 56. 29., 72. 24· - ὁ τύπος βῦζα καὶ τὸ ῥῆμα βύζω δεικνύουσιν ὅτι τὸ βρύας εἶναι ἐσφ. γραφὴ παρ’ Ἀριστ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
hibou, oiseau.
Étymologie: onomatopée ; cf. lat. bubo.