ῥινόκερως: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῑνόκερως''': -ωτος, ὁ, (ῥὶς) τὸ γνωστὸν [[θηρίον]], Στράβ. 774 κἑξ., Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 201C, Αἰλ. π. Ζ. 17. 44, Συλλ. Ἐπιγρ. 6131b. 2) = [[μονόκερως]], Ἀκύλας ἐν Ἰὼβ ΛΘ΄, 9. 3) πτηνόν τι Αἰθιοπικόν, «ποιὸς [[ὄρνις]] ἐν Αἰθιοπίᾳ» Ἡσύχ.
|lstext='''ῥῑνόκερως''': -ωτος, ὁ, (ῥὶς) τὸ γνωστὸν [[θηρίον]], Στράβ. 774 κἑξ., Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 201C, Αἰλ. π. Ζ. 17. 44, Συλλ. Ἐπιγρ. 6131b. 2) = [[μονόκερως]], Ἀκύλας ἐν Ἰὼβ ΛΘ΄, 9. 3) πτηνόν τι Αἰθιοπικόν, «ποιὸς [[ὄρνις]] ἐν Αἰθιοπίᾳ» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ωτος (ὁ) :<br />rhinocéros, « l’animal avec une corne sur le nez ».<br />'''Étymologie:''' [[ῥίς]], [[κέρας]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑνόκερως Medium diacritics: ῥινόκερως Low diacritics: ρινόκερως Capitals: ΡΙΝΟΚΕΡΩΣ
Transliteration A: rhinókerōs Transliteration B: rhinokerōs Transliteration C: rinokeros Beta Code: r(ino/kerws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, (ῥίς)

   A the Rhinoceros or Nose-horn, Callix.2, Str. 16.4.15, Ael.NA17.44, IG14.1302 (Praeneste); ῥ. λίθος, of its horn, Cyran.36.    2 wild bull, Aq.Jb.39.9, Ps.28(29).9.    3 = ποιὸς ὄρνις ἐν Αἰθιοπίᾳ, Hsch. (perh. hornbill).

German (Pape)

[Seite 844] ὁ, das Nashorn, Ael. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνόκερως: -ωτος, ὁ, (ῥὶς) τὸ γνωστὸν θηρίον, Στράβ. 774 κἑξ., Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 201C, Αἰλ. π. Ζ. 17. 44, Συλλ. Ἐπιγρ. 6131b. 2) = μονόκερως, Ἀκύλας ἐν Ἰὼβ ΛΘ΄, 9. 3) πτηνόν τι Αἰθιοπικόν, «ποιὸς ὄρνις ἐν Αἰθιοπίᾳ» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ) :
rhinocéros, « l’animal avec une corne sur le nez ».
Étymologie: ῥίς, κέρας.