φλεγμονή: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλεγμονή''': ἡ, [[μεγάλη]] [[θερμότης]], Πλούτ. 2. 699Ε, πρβλ. 398Ε. ΙΙ. [[φλόγωσις]], Πλάτ. Ἀξ. 366Α, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 25, κλπ. 2) παρὰ τοῖς ἰατρ. συγγραφεῦσιν, [[οἴδημα]] ἐκ φλογώσεως προελθόν, «πρήξιμον», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Πλάτ. Ἀξ. 368C, Γαλην., πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 35, κλπ.· phlegmona παρὰ Πλινίῳ 20. 13. ΙΙΙ. μεταφορ., [[ἔξαψις]], [[πάθος]], [[ὀργή]], Πλούτ. 2. 994Α, 1059C, Ἀθήν. 10Ε, Ἰωσήπ. Μακκ. 3. 17. | |lstext='''φλεγμονή''': ἡ, [[μεγάλη]] [[θερμότης]], Πλούτ. 2. 699Ε, πρβλ. 398Ε. ΙΙ. [[φλόγωσις]], Πλάτ. Ἀξ. 366Α, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 25, κλπ. 2) παρὰ τοῖς ἰατρ. συγγραφεῦσιν, [[οἴδημα]] ἐκ φλογώσεως προελθόν, «πρήξιμον», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Πλάτ. Ἀξ. 368C, Γαλην., πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 35, κλπ.· phlegmona παρὰ Πλινίῳ 20. 13. ΙΙΙ. μεταφορ., [[ἔξαψις]], [[πάθος]], [[ὀργή]], Πλούτ. 2. 994Α, 1059C, Ἀθήν. 10Ε, Ἰωσήπ. Μακκ. 3. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> <b>1</b> chaleur ardente;<br /><b>2</b> inflammation, tumeur enflammée;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> échauffement des esprits, ardeur des passions;<br /><b>2</b> ardeur des sens, libertinage.<br />'''Étymologie:''' [[φλέγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A fiery heat, dub.l. in Plu.2.398e (pl.). II inflammation, Pl.Ax.366a (pl.), Philem.113, Plu.2.699e, Alex.35, etc. 2 Medic., inflamed tumour, boil, Hp.VM18, Epid.3.4, Pl.Ax.368c, Gal.10.66. III metaph., heat, passion, excess, παθητικὴ φ. Chrysipp.Stoic.3.118; ἡ φ. τῶν παθῶν ib.124, cf. LXX4 Ma.3.17 (pl.), Plu.2.994a, Ath.1.10e.
German (Pape)
[Seite 1291] ἡ, 1) Entzündung der Theile unter der Haut, Geschwulst, Plat. Ax. 366 a 368 c u. Sp. – 2) übertr. Leidenschaft, Erhitzung des Gemüths, bes. Brunst, Geilheit; Athen. I, 10; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγμονή: ἡ, μεγάλη θερμότης, Πλούτ. 2. 699Ε, πρβλ. 398Ε. ΙΙ. φλόγωσις, Πλάτ. Ἀξ. 366Α, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 25, κλπ. 2) παρὰ τοῖς ἰατρ. συγγραφεῦσιν, οἴδημα ἐκ φλογώσεως προελθόν, «πρήξιμον», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Πλάτ. Ἀξ. 368C, Γαλην., πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 35, κλπ.· phlegmona παρὰ Πλινίῳ 20. 13. ΙΙΙ. μεταφορ., ἔξαψις, πάθος, ὀργή, Πλούτ. 2. 994Α, 1059C, Ἀθήν. 10Ε, Ἰωσήπ. Μακκ. 3. 17.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. au propre 1 chaleur ardente;
2 inflammation, tumeur enflammée;
II. fig. 1 échauffement des esprits, ardeur des passions;
2 ardeur des sens, libertinage.
Étymologie: φλέγω.