ὡρογράφος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὡρογράφος''': [ᾰ], -ον, ὁ γράφων ἱστορίαν κατὰ ἐποχὰς ἢ ἔτη, [[χρονογράφος]], Πλούτ. 2. 869Α. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ὡρογράφοι· ἱστοριογράφοι, τὰ κατ’ [[ἔτος]] πραττόμενα γράφοντες. Ὧροι γὰρ οἱ ἐνιαυτοί»· -ὡρογραφίαι, αἱ, χρονικά, Διόδ. 1. 26, [[ἔνθα]] ἴδε Wessel.· πρβλ. [[ὧρος]] ([[ἔτος]]). | |lstext='''ὡρογράφος''': [ᾰ], -ον, ὁ γράφων ἱστορίαν κατὰ ἐποχὰς ἢ ἔτη, [[χρονογράφος]], Πλούτ. 2. 869Α. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ὡρογράφοι· ἱστοριογράφοι, τὰ κατ’ [[ἔτος]] πραττόμενα γράφοντες. Ὧροι γὰρ οἱ ἐνιαυτοί»· -ὡρογραφίαι, αἱ, χρονικά, Διόδ. 1. 26, [[ἔνθα]] ἴδε Wessel.· πρβλ. [[ὧρος]] ([[ἔτος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui écrit (l’histoire) par ordre d’années, l’annaliste, <i>particul.</i> l’annaliste municipal.<br />'''Étymologie:''' [[ὧρος]], [[γράφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A writing history by seasons or years, annalist, Plu.2.869a; also précis=writer (or perh. postmaster), POxy. 710 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ὡρογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων ἱστορίαν κατὰ ἐποχὰς ἢ ἔτη, χρονογράφος, Πλούτ. 2. 869Α. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ὡρογράφοι· ἱστοριογράφοι, τὰ κατ’ ἔτος πραττόμενα γράφοντες. Ὧροι γὰρ οἱ ἐνιαυτοί»· -ὡρογραφίαι, αἱ, χρονικά, Διόδ. 1. 26, ἔνθα ἴδε Wessel.· πρβλ. ὧρος (ἔτος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui écrit (l’histoire) par ordre d’années, l’annaliste, particul. l’annaliste municipal.
Étymologie: ὧρος, γράφω.