πλεονασμός: Difference between revisions
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλεονασμός''': ὁ, τὸ πλεονάζειν, περισσεύειν, [[περίσσευμα]], τὸ πλέον τοῦ δέοντος, τῶν μερῶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 14, πλεονασμοὶ λαλιᾶς Πλούτ. 2. 650F· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΕ΄, 37, κτλ.), [[τόκος]]. β) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ [[χρῆσις]] περιττῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 264. ΙΙ. μεγαλοποίησις, [[ὑπερβολή]], Πολύβ. 12. 24, 1, κτλ. | |lstext='''πλεονασμός''': ὁ, τὸ πλεονάζειν, περισσεύειν, [[περίσσευμα]], τὸ πλέον τοῦ δέοντος, τῶν μερῶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 14, πλεονασμοὶ λαλιᾶς Πλούτ. 2. 650F· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΕ΄, 37, κτλ.), [[τόκος]]. β) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ [[χρῆσις]] περιττῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 264. ΙΙ. μεγαλοποίησις, [[ὑπερβολή]], Πολύβ. 12. 24, 1, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />surabondance, excès.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A superabundance, excess, ὑγρότητος, τῶν μερῶν, Arist.GA780a20, 770b28, cf. Chrysipp.Stoic.3.114, 130, Porph.Antr.11; πλεονασμοὶ λαλιᾶς Plu.2.650e. b surplus, PRyl.213.82 (pl., ii A. D.), Sammelb. 4296.7 (iv A. D.), etc. 2 usury, LXXLe.25.37, Critodem. in Cat.Cod.Astr.8(1).260, etc. 3 Rhet. and Gramm., use of redundant words, D.H.Dem.58, A.D.Synt.267.14, al. b lengthening of clauses, opp. μείωσις, D.H.Comp.7. 4 repetition, Timae.71 (pl.).
German (Pape)
[Seite 630] ὁ, Ueberfluß, Uebermaaß, Sp.; bes. Uebertreibung, Vergrößerung in der Erzählung, Pol. 12, 24, 1. 15, 36, 3; Plut. u. Sp. – Bei den Gramm. das Hinzufügen eines überflüssigen, nichts bedeutenden Wortes, eine bei den alten Gramm. häufige Erklärungsweise.
Greek (Liddell-Scott)
πλεονασμός: ὁ, τὸ πλεονάζειν, περισσεύειν, περίσσευμα, τὸ πλέον τοῦ δέοντος, τῶν μερῶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 14, πλεονασμοὶ λαλιᾶς Πλούτ. 2. 650F· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΕ΄, 37, κτλ.), τόκος. β) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ χρῆσις περιττῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 264. ΙΙ. μεγαλοποίησις, ὑπερβολή, Πολύβ. 12. 24, 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
surabondance, excès.
Étymologie: πλεονάζω.