περιδρομή: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιδρομή''': ἡ, τὸ περιτρέχειν, Πλουτ. Αἰμίλ. 20, κτλ.· π. ποιεῖσθαι, περιστρέφεσθαι, περιτρέχειν, Ξεν. Κυν. 10, 11. 2) [[περιστροφή]], [[κύκλος]], περιδρομαὶ ἐτῶν Εὐρ. Ἑλ. 776· ἡ τοῦ ἡλίου π. Πλούτ. 2. 886C, κτλ. ΙΙ. τὸ περιτρέχειν, χρώμενα πλάναις καὶ περιδρομαῖς, ἐπὶ ζῴων, [[αὐτόθι]] 493D. ΙΙΙ. [[ἐξαπάτησις]], [[Μέμνων]] 8.
|lstext='''περιδρομή''': ἡ, τὸ περιτρέχειν, Πλουτ. Αἰμίλ. 20, κτλ.· π. ποιεῖσθαι, περιστρέφεσθαι, περιτρέχειν, Ξεν. Κυν. 10, 11. 2) [[περιστροφή]], [[κύκλος]], περιδρομαὶ ἐτῶν Εὐρ. Ἑλ. 776· ἡ τοῦ ἡλίου π. Πλούτ. 2. 886C, κτλ. ΙΙ. τὸ περιτρέχειν, χρώμενα πλάναις καὶ περιδρομαῖς, ἐπὶ ζῴων, [[αὐτόθι]] 493D. ΙΙΙ. [[ἐξαπάτησις]], [[Μέμνων]] 8.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> course autour, course circulaire, circuit;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> action de circonvenir, fraude.<br />'''Étymologie:''' [[περίδρομος]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδρομή Medium diacritics: περιδρομή Low diacritics: περιδρομή Capitals: ΠΕΡΙΔΡΟΜΗ
Transliteration A: peridromḗ Transliteration B: peridromē Transliteration C: peridromi Beta Code: peridromh/

English (LSJ)

ἡ,

   A running round, encircling, Plu.Aem.20 (pl.); πλάναι καὶ -δρομαί Id.2.493d, etc. ; π. ποιεῖσθαι wheel about, X.Cyn.10.11.    2 revolution, περιδρομαὶ ἐτῶν E.Hel.776.    3 a military manoeuvre, = Lat. decursio, στρατιωτῶν D.C.76.15 ; π. ἐνόπλιοι Id.77.16.    II κατὰ περιδρομήν cursorily, J.AJ20.12.1 ; ἐκ π. Ptol.Tetr.55.    III getting round, cajolery, Memn.8.1, PLond.2.415.12 (iv A. D.); π. θεραπείας, = Lat. ambitus, D.C.78.22.

German (Pape)

[Seite 573] ἡ, das Herumlaufen, der Umlauf; διῆλθον ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν, Eur. Hel. 782; Plut. de superst. 11 u. öfter u. a. Sp.; auch Umgehung, Ueberlistung, Memnon. 8.

Greek (Liddell-Scott)

περιδρομή: ἡ, τὸ περιτρέχειν, Πλουτ. Αἰμίλ. 20, κτλ.· π. ποιεῖσθαι, περιστρέφεσθαι, περιτρέχειν, Ξεν. Κυν. 10, 11. 2) περιστροφή, κύκλος, περιδρομαὶ ἐτῶν Εὐρ. Ἑλ. 776· ἡ τοῦ ἡλίου π. Πλούτ. 2. 886C, κτλ. ΙΙ. τὸ περιτρέχειν, χρώμενα πλάναις καὶ περιδρομαῖς, ἐπὶ ζῴων, αὐτόθι 493D. ΙΙΙ. ἐξαπάτησις, Μέμνων 8.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 course autour, course circulaire, circuit;
2 fig. action de circonvenir, fraude.
Étymologie: περίδρομος.