λαίμαργος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαίμαργος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, [[ἄπληστος]], [[ἀδηφάγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 27, Θεόφρ. κτλ.· λ. πρὸς τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 15. Ἐπίρρ. -γως, λ. ἐσθίειν Στοβ. τ. 124. 34. ([[Κατὰ]] τοὺς Γραμμ. ἐκ τοῦ λαι- ἐπιτατικοῦ καὶ τοῦ μαργός, ἴδε λα-).
|lstext='''λαίμαργος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, [[ἄπληστος]], [[ἀδηφάγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 27, Θεόφρ. κτλ.· λ. πρὸς τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 15. Ἐπίρρ. -γως, λ. ἐσθίειν Στοβ. τ. 124. 34. ([[Κατὰ]] τοὺς Γραμμ. ἐκ τοῦ λαι- ἐπιτατικοῦ καὶ τοῦ μαργός, ἴδε λα-).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />glouton, vorace.<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[ἀργός]]¹.
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαίμαργος Medium diacritics: λαίμαργος Low diacritics: λαίμαργος Capitals: ΛΑΙΜΑΡΓΟΣ
Transliteration A: laímargos Transliteration B: laimargos Transliteration C: laimargos Beta Code: lai/margos

English (LSJ)

ον,

   A greedy, gluttonous, Id.HA591b1, Thphr.CP1.22.1, etc.; λ. πρὸς τὴν τροφήν Arist.PA675a20. Adv. -γως, ἐσθίειν Stob.4.56. 34.

German (Pape)

[Seite 7] (od. minder gut nach den Alten von λαιμάργος), mit der Kehle thätig, in schneller Bewegung, gierig, gefräßig, von Thieren, Arist. H. A. 8, 2; πρὸς τροφήν, part. an. 4, 13; λύκοι, Ep. ad. 418 IX, 2521; Sp., auch adv., Stob. fl. 124, 34.

Greek (Liddell-Scott)

λαίμαργος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ἄπληστος, ἀδηφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 27, Θεόφρ. κτλ.· λ. πρὸς τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 15. Ἐπίρρ. -γως, λ. ἐσθίειν Στοβ. τ. 124. 34. (Κατὰ τοὺς Γραμμ. ἐκ τοῦ λαι- ἐπιτατικοῦ καὶ τοῦ μαργός, ἴδε λα-).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
glouton, vorace.
Étymologie: λαιμός, ἀργός¹.