3,274,216
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκουστικός''': [ᾰ], ή, όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] διὰ τὴν αἴσθησιν τῆς ἀκοῆς, [[αἴσθησις]] ἀκ., Πλουτ. 2. 37F· [[πόρος]] ἀκ., τοῦ ὠτὸς ὁ ἀκουστικὸς [[σωλήν]], Γαλην.: τὸ ἀκ., ἡ [[αἴσθησις]] τῆς ἀκοῆς, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 2, 5. 2) = [[ἀκουσματικός]], μ. γεν. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 13. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 355. II. = [[ἀκουστός]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1281. | |lstext='''ἀκουστικός''': [ᾰ], ή, όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] διὰ τὴν αἴσθησιν τῆς ἀκοῆς, [[αἴσθησις]] ἀκ., Πλουτ. 2. 37F· [[πόρος]] ἀκ., τοῦ ὠτὸς ὁ ἀκουστικὸς [[σωλήν]], Γαλην.: τὸ ἀκ., ἡ [[αἴσθησις]] τῆς ἀκοῆς, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 2, 5. 2) = [[ἀκουσματικός]], μ. γεν. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 13. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 355. II. = [[ἀκουστός]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1281. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’ouïe : [[αἴσθησις]] ἀκουστική PLUT le sens de l’ouïe;<br /><b>2</b> qui écoute volontiers, docile à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]]. | |||
}} | }} |