ἀνάστατος: Difference between revisions
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάστᾰτος''': -ον, (ἀνίσταμαι) ὁ ἀναγκασθεὶς νὰ ἐγερθῇ καὶ νὰ ἀπέλθῃ, ὁ ἀποδιωχθεὶς ἐκ τῆς οἰκίας καὶ τῆς πατρίδος του, Συρίους τε οὐδὲν ἐόντας αἰτίους ἀναστάτους ἐποίησε Ἡρόδ. 1. 76, ― ἀνάστατοι ἐκ τῶν οἰκιῶν ἐγίνοντο 7. 118, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 289. 22, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 429, Τρ. 39· πρβλ. [[ἀνασπαστός]]. 2) ἐπὶ [[πόλεων]] σημαίνει κατεστραμμένη, ἠρημωμένη, Ἡρόδ. 1. 155, 178, Ἀνδοκ. 14. 35, κτλ.· ἀν. δορὶ [[χώρα]] Σοφ. Τρ. 240, δόμους τιθέναι ἀν. ὁ αὐτ. Ἀντ. 673· ἀν. ποιεῖν τὰ χωρία Θουκ. 8. 24. 3) [[μετὰ]] γεν., ἀποδιωχθεὶς ἀπό τινος, ἀποστερηθείς τινος, Πλούτ. 2. 613D. ΙΙ. ὁ περιπεπλεγμένος εἰς ἐπανάστασιν ἢ στάσιν, Πλάτ. Σοφ. 252Α. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἀνάστατος]], ὁ, [[εἶδος]] ἐλαφροῦ, σπογγώδους πλακοῦντος ἐν Ἀθήναις, Ἀθήν. 114Α, πρβλ. Βαλκ. Ἄδωνιν 398Β. | |lstext='''ἀνάστᾰτος''': -ον, (ἀνίσταμαι) ὁ ἀναγκασθεὶς νὰ ἐγερθῇ καὶ νὰ ἀπέλθῃ, ὁ ἀποδιωχθεὶς ἐκ τῆς οἰκίας καὶ τῆς πατρίδος του, Συρίους τε οὐδὲν ἐόντας αἰτίους ἀναστάτους ἐποίησε Ἡρόδ. 1. 76, ― ἀνάστατοι ἐκ τῶν οἰκιῶν ἐγίνοντο 7. 118, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 289. 22, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 429, Τρ. 39· πρβλ. [[ἀνασπαστός]]. 2) ἐπὶ [[πόλεων]] σημαίνει κατεστραμμένη, ἠρημωμένη, Ἡρόδ. 1. 155, 178, Ἀνδοκ. 14. 35, κτλ.· ἀν. δορὶ [[χώρα]] Σοφ. Τρ. 240, δόμους τιθέναι ἀν. ὁ αὐτ. Ἀντ. 673· ἀν. ποιεῖν τὰ χωρία Θουκ. 8. 24. 3) [[μετὰ]] γεν., ἀποδιωχθεὶς ἀπό τινος, ἀποστερηθείς τινος, Πλούτ. 2. 613D. ΙΙ. ὁ περιπεπλεγμένος εἰς ἐπανάστασιν ἢ στάσιν, Πλάτ. Σοφ. 252Α. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἀνάστατος]], ὁ, [[εἶδος]] ἐλαφροῦ, σπογγώδους πλακοῦντος ἐν Ἀθήναις, Ἀθήν. 114Α, πρβλ. Βαλκ. Ἄδωνιν 398Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> chassé de sa maison <i>ou</i> de son pays : ἀνάστατον ποιεῖν τινα HDT obliger qqn à quitter son pays;<br /><b>2</b> ruiné de fond en comble ; dépeuplé, dévasté ; privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίστημι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />sorte de gâteau léger, <i>litt.</i> « bien levé » (~ soufflé).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἀνίσταμαι)
A made to rise up and depart, driven from one's house and home, ἀ. ποιεῖν τινας, ἀ. γίγνεσθαι, Hdt.1.76,177, 7.118, Isoc.4.108, S.OC429, Tr.39. 2 of cities, ruined, laid waste, Hdt.1.155,178, And.1.108, etc.; ἀ. δορὶ χώρα S.Tr.240; δόμους τιθέναι ἀ. Id.Ant. 673; ἀ. ποιεῖν τὰ χωρία Th.8.24; οἴκους ἀ. γεγενημένους Isoc.6.66, cf. Alex.1 D., Men.Inc.2.30 Körte. 3 of arguments, upset, Pl. Sph.252a. 4 c. gen., driven from, deprived of a thing, Χαρίτων Plu.2.613b. 5 unstable, Olymp. in Mete.141.28. II Subst. ἀνάστᾰτος, ὁ, a kind of light bread at Athens, prob. in Ath.3.114a, Paus.Gr.Fr.94.
German (Pape)
[Seite 208] aufgestanden, bes. aus seinem Wohnsitz versetzt od. verjagt, Her. 1, 79. 97. 7, 118 u. sonst; vgl. Soph. O. C. 430 Trach. 39; von Städten u. Ländern, entvölkert, zerstört, verwüstet, ἀναστάτους μὲνπόλεις, ἀνάστατα δὲ ἔθνη Plat. Legg. III, 697 d; neben ἄπολις Plut. Timol. 1; vgl. Soph. Tr. 239 Ant. 690; ἀνάστατον ποιεῖν Her. 1, 155; Τροίαν ἀν. ἐποίησαν Plat. Legg. III, 682 d, sie zerstörten Troja und vertrieben die Einwohner; βαρβάρους Isocr. 4, 37; ἀνάστατον γίγνεσθαι, von Städten, Her. 1, 178; Isocr. 4, 98; οἶκος 3, 55; Antiph. 5, 79 u. sonst oft. – Bei Her. 1, 177 unterthänig, = ὑποχείριος. – Im Aufruhr, Aufstand begriffen, πάντα ἀνάστατα γέγονεν, alles gerieth in Aufruhr, Plat. Soph. 252 a; Plut. vrbdt es mit dem gen., συμπόσιον χαρίτων ἀνάστατον γενόμενον, leer, entblößt von, Symp. 1, 1, 2. – Als subst. ὁ ἀνάστατος, eine Art Backwerk bei den Athenern, etwa ein Auflauf, Valck. Adon. p. 398 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάστᾰτος: -ον, (ἀνίσταμαι) ὁ ἀναγκασθεὶς νὰ ἐγερθῇ καὶ νὰ ἀπέλθῃ, ὁ ἀποδιωχθεὶς ἐκ τῆς οἰκίας καὶ τῆς πατρίδος του, Συρίους τε οὐδὲν ἐόντας αἰτίους ἀναστάτους ἐποίησε Ἡρόδ. 1. 76, ― ἀνάστατοι ἐκ τῶν οἰκιῶν ἐγίνοντο 7. 118, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 289. 22, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 429, Τρ. 39· πρβλ. ἀνασπαστός. 2) ἐπὶ πόλεων σημαίνει κατεστραμμένη, ἠρημωμένη, Ἡρόδ. 1. 155, 178, Ἀνδοκ. 14. 35, κτλ.· ἀν. δορὶ χώρα Σοφ. Τρ. 240, δόμους τιθέναι ἀν. ὁ αὐτ. Ἀντ. 673· ἀν. ποιεῖν τὰ χωρία Θουκ. 8. 24. 3) μετὰ γεν., ἀποδιωχθεὶς ἀπό τινος, ἀποστερηθείς τινος, Πλούτ. 2. 613D. ΙΙ. ὁ περιπεπλεγμένος εἰς ἐπανάστασιν ἢ στάσιν, Πλάτ. Σοφ. 252Α. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀνάστατος, ὁ, εἶδος ἐλαφροῦ, σπογγώδους πλακοῦντος ἐν Ἀθήναις, Ἀθήν. 114Α, πρβλ. Βαλκ. Ἄδωνιν 398Β.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 chassé de sa maison ou de son pays : ἀνάστατον ποιεῖν τινα HDT obliger qqn à quitter son pays;
2 ruiné de fond en comble ; dépeuplé, dévasté ; privé de, gén..
Étymologie: ἀνίστημι.
2ου (ὁ) :
sorte de gâteau léger, litt. « bien levé » (~ soufflé).
Étymologie: ἀνίστημι.