ἐρέω: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρέω''': (Α), Ἐπ. [[ῥῆμα]]. = [[ἐρεείνω]], [[ἔρομαι]], [[ἐρωτάω]] (δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται πρὸς τὸ [[ἐρέω]] (Β): - [[ἐξετάζω]] νὰ μάθω, μ. αἰτ. πράγμ., [[περί]] τινος, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Ἰλ. Η. 128, πρβλ. Ὀδ. Φ. 31. 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ, ἀλλ· ἄγε δή τινα μάντιν [[ἐρείομεν]] ἢ ἱερῆα (Ἐπικ. ἀντὶ ἐρέωμεν), Ἰλ. Α. 62· ἀλλήλους ἐρέοιμεν Ὀδ. Δ. 192· [[ὅπως]] ἐρέοιμι ἑκάστην Λ. 229. | |lstext='''ἐρέω''': (Α), Ἐπ. [[ῥῆμα]]. = [[ἐρεείνω]], [[ἔρομαι]], [[ἐρωτάω]] (δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται πρὸς τὸ [[ἐρέω]] (Β): - [[ἐξετάζω]] νὰ μάθω, μ. αἰτ. πράγμ., [[περί]] τινος, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Ἰλ. Η. 128, πρβλ. Ὀδ. Φ. 31. 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ, ἀλλ· ἄγε δή τινα μάντιν [[ἐρείομεν]] ἢ ἱερῆα (Ἐπικ. ἀντὶ ἐρέωμεν), Ἰλ. Α. 62· ἀλλήλους ἐρέοιμεν Ὀδ. Δ. 192· [[ὅπως]] ἐρέοιμι ἑκάστην Λ. 229. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>demander : [[τι]], qch ; τινα, interroger qqn.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἔρομαι]] et [[εἴρομαι]].<br /><span class="bld">2</span><i>f. ion. de</i> [[εἴρω]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), Ep. Verb,
A = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω, ask, inquire, c. acc. rei, about a thing, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Il.7.128, cf. Od.21.31 ; seek for, Ὕλαν A.R.1.1354. 2 c. acc. pers., question, μάντιν ἐρείομεν (v. infr.) ἢ ἱερῆα Il.1.62 ; ἀλλήλους ἐρέοιμεν Od.4.192 ; ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην 11.229. 3 c. acc. rei, search, explore, ἰλυούς Nic.Th.143 (v.l. ἐρέθοντες). (Prob. ἐρε (ϝ)-, cf. ἐρευτής : ἐρείομεν perh. metri gr. for ἐρέ (ϝ) -ο-μεν, pres. subj. of non-thematic stem.)
ἐρέω (B), Ion. for ἐρῶ, I
A will say ; v. ἐρῶ.
ἐρέω (C), Ion. for ἐράω (A).
German (Pape)
[Seite 1026] s. ἔρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρέω: (Α), Ἐπ. ῥῆμα. = ἐρεείνω, ἔρομαι, ἐρωτάω (δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται πρὸς τὸ ἐρέω (Β): - ἐξετάζω νὰ μάθω, μ. αἰτ. πράγμ., περί τινος, ἐρέων γενεήν τε τόκον τε Ἰλ. Η. 128, πρβλ. Ὀδ. Φ. 31. 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ, ἀλλ· ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα (Ἐπικ. ἀντὶ ἐρέωμεν), Ἰλ. Α. 62· ἀλλήλους ἐρέοιμεν Ὀδ. Δ. 192· ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην Λ. 229.
French (Bailly abrégé)
1demander : τι, qch ; τινα, interroger qqn.
Étymologie: cf. ἔρομαι et εἴρομαι.
2f. ion. de εἴρω².