ἀναιρετικός: Difference between revisions
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναιρετικός''': -ή, -όν, ὁ ἀναιρῶν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 8˙ ἀν. τινος Πλούτ. 2. 427Ε. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, Διογ. Λ. 9. 75. | |lstext='''ἀναιρετικός''': -ή, -όν, ὁ ἀναιρῶν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 8˙ ἀν. τινος Πλούτ. 2. 427Ε. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, Διογ. Λ. 9. 75. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />destructif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναιρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A destructive, Arist.Rh.1386a6; ἀ. τινος Ph.Fr.103 H.; ἀ. ἀλλήλων mutually destructive, Plu.2.427e, Iamb.Myst.5.11; of plants, poisonous, Gal.14.57, Dsc.1.129; φάρμακα Men.Prot.p.47 D. Adv. -κῶς negatively D.L.9.75. 2 Astrol., having the nature of ἀναιρέτης 11, Ptol.Tetr.127.
German (Pape)
[Seite 189] ή, όν, vernichtend, zerstörend, Arist. rhet. 2, 8 u. Sp. – Adv. -ικῶς, verneinend, Diog. L. 9, 11, 75.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιρετικός: -ή, -όν, ὁ ἀναιρῶν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 8˙ ἀν. τινος Πλούτ. 2. 427Ε. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, Διογ. Λ. 9. 75.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
destructif.
Étymologie: ἀναιρέω.