θαμινός: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θᾰμῐνός''': -ή, -όν, = θαμειός, ἐν χρήσει μόνον κατ’ οὐδ. πληθ. θαμινά, ὡς ἐπίρρ. = [[θαμά]], Πίνδ. Ο. 1. 85, Ἀριστοφ. Πλ. 292, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 5· - συγκρ. θαμινώτατος Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -νῶς Ἡσύχ. | |lstext='''θᾰμῐνός''': -ή, -όν, = θαμειός, ἐν χρήσει μόνον κατ’ οὐδ. πληθ. θαμινά, ὡς ἐπίρρ. = [[θαμά]], Πίνδ. Ο. 1. 85, Ἀριστοφ. Πλ. 292, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 5· - συγκρ. θαμινώτατος Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -νῶς Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />fréquent ; <i>pl. neutre adv.</i> • [[θαμινά]] fréquemment.<br />'''Étymologie:''' [[θαμά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
and θαμῑνός (h.Merc.44, Call.Aet.3.1.36, Nic.Th.239 (v.l.); θαμεινός Choerob. in An.Ox.2.180), ή, όν,
A crowded, close-set, Call.Cer. 65, Lyr.Alex.Adesp.7.14: usu. neut. pl. θαμινά, as Adv. = θαμά, Pi. O.1.53, Pae.6.16, Ar.Pl.292 (lyr.), X.Mem.3.11.15, An.4.1.16 (v.l. θαμεινά): sg., θαμινόν A.R.3.1266: Sup. -ώτατος Suid. Adv. -νῶς Hsch.: Comp. -ώτερον Parth.Fr.29.
German (Pape)
[Seite 1185] (θαμά, vgl. θαμειός), häufig, θαμινώτατος erkl. Suid. πυκνότατος. Gebräuchlich scheint nur θαμινά adverbial, häufig, oft, Pind. Ol. 1, 53 N. 3, 42; in Prosa, Xen. Mem. 3, 11, 15 u. A. – VLL. haben auch adv. θαμινῶς.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰμῐνός: -ή, -όν, = θαμειός, ἐν χρήσει μόνον κατ’ οὐδ. πληθ. θαμινά, ὡς ἐπίρρ. = θαμά, Πίνδ. Ο. 1. 85, Ἀριστοφ. Πλ. 292, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 5· - συγκρ. θαμινώτατος Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -νῶς Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fréquent ; pl. neutre adv. • θαμινά fréquemment.
Étymologie: θαμά.