αὐλητρίς: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐλητρίς''': -ίδος, ἡ, [[κόρη]] ἔχουσα ὡς [[ἐπάγγελμα]] τὸ αὐλεῖν ἐπὶ μισθῷ, [[αὐλήτρια]], Λατ. tibicina, Σιμων. (;) 181, Ἀριστοφ. Ἀχ. 551, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 23, Πλάτ. Πρωτ. 347D· - [[πολλάκις]] ἀπεικονίζονται αὐλητρίδες ἐπὶ ἀρχαίων ἀγγείων αὐλοῦσαι ἐν συμποσίοις, ἴδε τὸν κατάλογον τῶν ἐν τῷ Βρετ. Μουσείῳ ἀγγείων ἀρ. 740. Ἴδε Γλωσσ. Παρατ. Κόντου σ. 194. | |lstext='''αὐλητρίς''': -ίδος, ἡ, [[κόρη]] ἔχουσα ὡς [[ἐπάγγελμα]] τὸ αὐλεῖν ἐπὶ μισθῷ, [[αὐλήτρια]], Λατ. tibicina, Σιμων. (;) 181, Ἀριστοφ. Ἀχ. 551, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 23, Πλάτ. Πρωτ. 347D· - [[πολλάκις]] ἀπεικονίζονται αὐλητρίδες ἐπὶ ἀρχαίων ἀγγείων αὐλοῦσαι ἐν συμποσίοις, ἴδε τὸν κατάλογον τῶν ἐν τῷ Βρετ. Μουσείῳ ἀγγείων ἀρ. 740. Ἴδε Γλωσσ. Παρατ. Κόντου σ. 194. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />joueuse de flûte.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλητής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A flute-girl, Simon.178, Ar.Ach.551, X.HG2.2.23, Pl.Prt.347d, BCH6.24 (Delos, ii B. C.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλητρίς: -ίδος, ἡ, κόρη ἔχουσα ὡς ἐπάγγελμα τὸ αὐλεῖν ἐπὶ μισθῷ, αὐλήτρια, Λατ. tibicina, Σιμων. (;) 181, Ἀριστοφ. Ἀχ. 551, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 23, Πλάτ. Πρωτ. 347D· - πολλάκις ἀπεικονίζονται αὐλητρίδες ἐπὶ ἀρχαίων ἀγγείων αὐλοῦσαι ἐν συμποσίοις, ἴδε τὸν κατάλογον τῶν ἐν τῷ Βρετ. Μουσείῳ ἀγγείων ἀρ. 740. Ἴδε Γλωσσ. Παρατ. Κόντου σ. 194.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
joueuse de flûte.
Étymologie: αὐλητής.