νήριτος: Difference between revisions
Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νήριτος''': «ὁ [[νηρίτης]], ὅ ἐστι [[κογχύλιον]] κοχλιῶδες ποικίλον» Ἡσύχ.<br />νήρῐτος, ον, = [[νήριθμος]], [[ἀναρίθμητος]], [[ἄπειρος]], ν. ὕλη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509 ([[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ὄρος]] τῆς Ἰθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Ἰλ. Β. 632, Ὀδ. Ι. 22)· ν. ἴχνια Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1288· πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 375· - Ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς γραμματ., νηρῐτόμῡθος, νηρῐτόφυλλος, ἀντὶ [[πολύμυθος]], [[πολύφυλλος]]. | |lstext='''νήριτος''': «ὁ [[νηρίτης]], ὅ ἐστι [[κογχύλιον]] κοχλιῶδες ποικίλον» Ἡσύχ.<br />νήρῐτος, ον, = [[νήριθμος]], [[ἀναρίθμητος]], [[ἄπειρος]], ν. ὕλη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509 ([[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ὄρος]] τῆς Ἰθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Ἰλ. Β. 632, Ὀδ. Ι. 22)· ν. ἴχνια Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1288· πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 375· - Ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς γραμματ., νηρῐτόμῡθος, νηρῐτόφυλλος, ἀντὶ [[πολύμυθος]], [[πολύφυλλος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[νήριθμος]];<br /><b>2</b> immense.<br />'''Étymologie:''' νη-, ἄρω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A = νήριθμος, countless, immense, ν. ὕλη Hes.Op.511: hence as pr. n. of mountain in Ithaca, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Il.2.632, Od.9.22; ν. ταύρων ἴχνια A.R.3.1288.
German (Pape)
[Seite 254] wie νήριστος, 1) unbestritten, gewiß (?). – 2) = νήριθμος, unzählig; ὕλη, Hes. O. 513; νήριτα ταύρων ἴχνια μαστεύων, Ap. Rh. 3, 1288, vgl. 4, 158. Vgl. auch Jacobs Anth. Pal. p. 375.
Greek (Liddell-Scott)
νήριτος: «ὁ νηρίτης, ὅ ἐστι κογχύλιον κοχλιῶδες ποικίλον» Ἡσύχ.
νήρῐτος, ον, = νήριθμος, ἀναρίθμητος, ἄπειρος, ν. ὕλη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509 (ἐντεῦθεν τὸ ὄρος τῆς Ἰθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Ἰλ. Β. 632, Ὀδ. Ι. 22)· ν. ἴχνια Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1288· πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 375· - Ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς γραμματ., νηρῐτόμῡθος, νηρῐτόφυλλος, ἀντὶ πολύμυθος, πολύφυλλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 c. νήριθμος;
2 immense.
Étymologie: νη-, ἄρω.