ἄπνευστος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπνευστος''': -ον, ([[πνέω]]) μὴ ἀναπνέων, ἄπν. καὶ [[ἄναυδος]] Ὀδ. Ε. 456, πρβλ. Θεόκρ. 25. 271 ΙΙ. = [[ἀπνεύματος]]. τους ἀπνευστοτάτους τόπους Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 12, 7. - Ἐπίρρ. -στως, = ἀπνευστὶ (ὅ ἴδε) Ψευδοπλούτ. 2. 844F.
|lstext='''ἄπνευστος''': -ον, ([[πνέω]]) μὴ ἀναπνέων, ἄπν. καὶ [[ἄναυδος]] Ὀδ. Ε. 456, πρβλ. Θεόκρ. 25. 271 ΙΙ. = [[ἀπνεύματος]]. τους ἀπνευστοτάτους τόπους Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 12, 7. - Ἐπίρρ. -στως, = ἀπνευστὶ (ὅ ἴδε) Ψευδοπλούτ. 2. 844F.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne respire pas, sans souffle.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πνέω]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπνευστος Medium diacritics: ἄπνευστος Low diacritics: άπνευστος Capitals: ΑΠΝΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ápneustos Transliteration B: apneustos Transliteration C: apnefstos Beta Code: a)/pneustos

English (LSJ)

ον,

   A breathless, ἄ. καὶ ἄναυδος Od.5.456, cf. Theoc.25.271.    2 lifeless, dead, Nonn.D.26.115; without life, φαρέτρη ib.15.269.    II = ἀπνεύματος, τόποι Thphr.CP5.12.7 (Sup.). Adv. -τως, = ἀπνευστί (q.v.), Plu.2.844f.

German (Pape)

[Seite 293] athemlos, nicht mehr athmend, καὶ ἄναυδος Od. 5, 456; Theocr. 25, 271. Aber τόποι ἀπνευστότατοι, ganz windlos, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπνευστος: -ον, (πνέω) μὴ ἀναπνέων, ἄπν. καὶ ἄναυδος Ὀδ. Ε. 456, πρβλ. Θεόκρ. 25. 271 ΙΙ. = ἀπνεύματος. τους ἀπνευστοτάτους τόπους Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 12, 7. - Ἐπίρρ. -στως, = ἀπνευστὶ (ὅ ἴδε) Ψευδοπλούτ. 2. 844F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne respire pas, sans souffle.
Étymologie: ἀ, πνέω.