διαχαλάω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχᾰλάω''': μέλλ. -άσω, χαλαρώνω, [[διαλύω]], τὸ πῦρ δ. τὸ πεπηγὸς Ἀριστ. Προβλ. 7. 3· τὰς ἀρμονίας τοῦ σώματος Ἐπικρ. Ἀντιλ. 2. 19 δ. μέλαθρα, ἀνοίγω, Εὐρ. Ι. Α. 1340. ΙΙ. καθιστῶ τινα ὑγρόν, εὔκαμπτον διὰ τῆς ἀσκήσεως, Ξεν. Ἱππ. 7, 11. ΙΙΙ. ἀμεταβ., χαλαροῦμαι, ἀνοίγομαι, [[χαίνω]], [[ὀστέον]] Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903.
|lstext='''διαχᾰλάω''': μέλλ. -άσω, χαλαρώνω, [[διαλύω]], τὸ πῦρ δ. τὸ πεπηγὸς Ἀριστ. Προβλ. 7. 3· τὰς ἀρμονίας τοῦ σώματος Ἐπικρ. Ἀντιλ. 2. 19 δ. μέλαθρα, ἀνοίγω, Εὐρ. Ι. Α. 1340. ΙΙ. καθιστῶ τινα ὑγρόν, εὔκαμπτον διὰ τῆς ἀσκήσεως, Ξεν. Ἱππ. 7, 11. ΙΙΙ. ἀμεταβ., χαλαροῦμαι, ἀνοίγομαι, [[χαίνω]], [[ὀστέον]] Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />relâcher, ouvrir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χαλάω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχαλάω Medium diacritics: διαχαλάω Low diacritics: διαχαλάω Capitals: ΔΙΑΧΑΛΑΩ
Transliteration A: diachaláō Transliteration B: diachalaō Transliteration C: diachalao Beta Code: diaxala/w

English (LSJ)

   A loosen, relax, τὸ πῦρ δ. τὸ πεπηγός Arist.Pr.886b2; τὰς ἁρμονίας τοῦ σώματος Epicr. 3.19; δ. μέλαθρα unbar, E.IA1340.    II make supple by exercise, X.Eq.7.11.    III intr., to be disjointed, gape, ὀστέον Hp.VC12 (v.l. διαχαλασθῇ).

German (Pape)

[Seite 613] (s. χαλάω), 1) nachlassen, aus einander gehen lassen, τὰς ἁρμονίας σώματος Epicrat. bei Ath. XIII, 570 d; vgl. Xen. de re equ. 7, 11, d. i. in sanfte Bewegung setzen; dah. μέλαθρα, öffnen, Eur. I. A. 1340. – 2) intr., aus einander gehen, sich erweitern, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διαχᾰλάω: μέλλ. -άσω, χαλαρώνω, διαλύω, τὸ πῦρ δ. τὸ πεπηγὸς Ἀριστ. Προβλ. 7. 3· τὰς ἀρμονίας τοῦ σώματος Ἐπικρ. Ἀντιλ. 2. 19 δ. μέλαθρα, ἀνοίγω, Εὐρ. Ι. Α. 1340. ΙΙ. καθιστῶ τινα ὑγρόν, εὔκαμπτον διὰ τῆς ἀσκήσεως, Ξεν. Ἱππ. 7, 11. ΙΙΙ. ἀμεταβ., χαλαροῦμαι, ἀνοίγομαι, χαίνω, ὀστέον Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
relâcher, ouvrir.
Étymologie: διά, χαλάω.