ἔκπυστος: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκπυστος''': -ον, [[γνωστός]], [[κυρίως]] ἐπὶ πραγμάτων, σπανίως δὲ ἐπὶ προσώπων, ἐμοὶ δοκεῖ [[πλεῖν]] ἡμᾶς ἐπί Μυτιλήνην πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι, πρὶν γείνῃ τι γνωστὸν περὶ ἡμῶν, Θουκ. 3. 30., 4. 70., 8. 42· μὴ ἔκπυστα ποιεῖν τὰ ἄξια κρύπτεσθαι Συνεσ. Ἐπιστ. 143. σ. 279Α, Ἡρωδιαν. 2. 7, 10· - «ἐκπτύστων· φανερῶν ἢ πολλοῖς ἀκουστῶν» Ἡσύχ. | |lstext='''ἔκπυστος''': -ον, [[γνωστός]], [[κυρίως]] ἐπὶ πραγμάτων, σπανίως δὲ ἐπὶ προσώπων, ἐμοὶ δοκεῖ [[πλεῖν]] ἡμᾶς ἐπί Μυτιλήνην πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι, πρὶν γείνῃ τι γνωστὸν περὶ ἡμῶν, Θουκ. 3. 30., 4. 70., 8. 42· μὴ ἔκπυστα ποιεῖν τὰ ἄξια κρύπτεσθαι Συνεσ. Ἐπιστ. 143. σ. 279Α, Ἡρωδιαν. 2. 7, 10· - «ἐκπτύστων· φανερῶν ἢ πολλοῖς ἀκουστῶν» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui est porté à la connaissance de, connu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπυνθάνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A heard of, discovered, πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70,8.42, J.AJ19.1.7, Plu.Cam.3, etc.; ἔ. τι ποιεῖν Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6.
German (Pape)
[Seite 777] bekannt, ruchbar; ἔκπυστον γίγνεσθαι Thuc. 4, 70; 8, 42 u. Sp.; τινί, Plut. Camill. 3; ἔκπυστον ποιεῖν τινι, bekannt machen, Hdn. 2, 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπυστος: -ον, γνωστός, κυρίως ἐπὶ πραγμάτων, σπανίως δὲ ἐπὶ προσώπων, ἐμοὶ δοκεῖ πλεῖν ἡμᾶς ἐπί Μυτιλήνην πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι, πρὶν γείνῃ τι γνωστὸν περὶ ἡμῶν, Θουκ. 3. 30., 4. 70., 8. 42· μὴ ἔκπυστα ποιεῖν τὰ ἄξια κρύπτεσθαι Συνεσ. Ἐπιστ. 143. σ. 279Α, Ἡρωδιαν. 2. 7, 10· - «ἐκπτύστων· φανερῶν ἢ πολλοῖς ἀκουστῶν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est porté à la connaissance de, connu.
Étymologie: ἐκπυνθάνομαι.