μηδαμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηδᾰμός''': ἢ, ὅν, ἀντὶ [[μηδὲ]] ἁμός, [[μηδὲ]] εἷς, «κανείς», ὡς τὸ [[μηδείς]], ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. μηδαμοί, καὶ μόνον παρ’ Ἴωσιν, ὡς Ἡρόδ. 1. 143, 144, κτλ.· πρβλ. [[οὐδαμός]].
|lstext='''μηδᾰμός''': ἢ, ὅν, ἀντὶ [[μηδὲ]] ἁμός, [[μηδὲ]] εἷς, «κανείς», ὡς τὸ [[μηδείς]], ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. μηδαμοί, καὶ μόνον παρ’ Ἴωσιν, ὡς Ἡρόδ. 1. 143, 144, κτλ.· πρβλ. [[οὐδαμός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />aucun, nul.<br />'''Étymologie:''' [[μηδέ]], [[ἀμός]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδᾰμός Medium diacritics: μηδαμός Low diacritics: μηδαμός Capitals: ΜΗΔΑΜΟΣ
Transliteration A: mēdamós Transliteration B: mēdamos Transliteration C: midamos Beta Code: mhdamo/s

English (LSJ)

ή, όν, for μηδὲ ἁμός,

   A not even one, i.e. not any one, no one, only in pl. μηδαμοί, none, Hdt.1.143, 144, 2.91, etc.: for neut. pl. v. μηδαμά.

German (Pape)

[Seite 169] ή, όν, statt μηδὲ ἀμός, ouch nicht Einer, Her., nur im plur., 1, 143. 2, 91. 4, 1368vgl. oben μηδαμῆ).

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμός: ἢ, ὅν, ἀντὶ μηδὲ ἁμός, μηδὲ εἷς, «κανείς», ὡς τὸ μηδείς, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. μηδαμοί, καὶ μόνον παρ’ Ἴωσιν, ὡς Ἡρόδ. 1. 143, 144, κτλ.· πρβλ. οὐδαμός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
aucun, nul.
Étymologie: μηδέ, ἀμός.