χαριτόω: Difference between revisions
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰριτόω''': πληρῶ τινα χάριτος, τινα εἰς μορφὴν Ρήτορες (Walz) τ. 1, 429. ΙΙ. δεικνύω εὔνοιαν καὶ [[χάριν]] [[πρός]] τινα, τινα Ἐπιστολ. πρὸς Ἐφ. α΄, 6. - Παθ., [[λαμβάνω]] δείγματα χάριτος καὶ εὐνοίας [[παρά]] τινος, [[μεγάλως]] εὐνοοῦμαι ὑπό τινος, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΗ΄, 17), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 28. | |lstext='''χᾰριτόω''': πληρῶ τινα χάριτος, τινα εἰς μορφὴν Ρήτορες (Walz) τ. 1, 429. ΙΙ. δεικνύω εὔνοιαν καὶ [[χάριν]] [[πρός]] τινα, τινα Ἐπιστολ. πρὸς Ἐφ. α΄, 6. - Παθ., [[λαμβάνω]] δείγματα χάριτος καὶ εὐνοίας [[παρά]] τινος, [[μεγάλως]] εὐνοοῦμαι ὑπό τινος, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΗ΄, 17), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> remplir de la grâce divine ; <i>Pass.</i> être rempli de la grâce divine;<br /><b>2</b> rendre gracieux.<br />'''Étymologie:''' [[χάρις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
A show grace to any one, τῆς χάριτος ἧς ἐχαρίτωσεν ἡμᾶς Ep.Eph.1.6:—Med. χαριτώσομαι I will bestow favour upon thee, BGU 1026 xxiii 24 (iv A. D.):—Pass., to have grace shown one, to be highly favoured, LXX Si.18.17, Ev.Luc.1.28; πρὸς πάντας ἀνθρώπους Aristeas 225, cf. Heph.Astr.1.1; ὄμμα στροφαῖς -ούμενον prob. in Lib.Descr.30.12.
German (Pape)
[Seite 1339] angenehm, lieblich od. reizvoll machen, Sp., wie LXX. u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰριτόω: πληρῶ τινα χάριτος, τινα εἰς μορφὴν Ρήτορες (Walz) τ. 1, 429. ΙΙ. δεικνύω εὔνοιαν καὶ χάριν πρός τινα, τινα Ἐπιστολ. πρὸς Ἐφ. α΄, 6. - Παθ., λαμβάνω δείγματα χάριτος καὶ εὐνοίας παρά τινος, μεγάλως εὐνοοῦμαι ὑπό τινος, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΗ΄, 17), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 28.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 remplir de la grâce divine ; Pass. être rempli de la grâce divine;
2 rendre gracieux.
Étymologie: χάρις.