δυσπρόσοδος: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσπρόσοδος''': -ον, [[δυσπρόσιτος]], [[μετὰ]] δυσκολίας πλησιαζόμενος, [[χωρίον]] Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις [[πόλις]] Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, [[τάξις]], [[πόλις]] Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀκοινώνητος]], Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6. | |lstext='''δυσπρόσοδος''': -ον, [[δυσπρόσιτος]], [[μετὰ]] δυσκολίας πλησιαζόμενος, [[χωρίον]] Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις [[πόλις]] Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, [[τάξις]], [[πόλις]] Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀκοινώνητος]], Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d’un abord difficile.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πρόσοδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A difficult of access, χωρίον Th.5.65, cf. Aen.Tact.28.1 (Sup.); δ. τοῖς ἐναντίοις πόλις Arist.Pol.1330b3; hard to assault, τάξις, παρεμβολή, Plb.1.26.10, 2.65.12. 2 of men, unsocial, δ. αὑτὸν παρέχειν Th.1.130, cf. X. Ages.9.2, Luc.Scyth.6, Plu.Demetr.42, D.C.Fr.11.6.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zugänglich; χωρίον Thuc. 5, 65; ταξις δ. καὶ ἀσφαλής Pol. 1, 26, 10; πόλις, οἶκος, Plut. Rom. 17 Popl. 10; von Menschen, ungesellig, unfreundlich; Thuc. 1, 130; Xen. Ages. 9, 2; Luc. Scyth. 61 D. C. 35, 16.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσοδος: -ον, δυσπρόσιτος, μετὰ δυσκολίας πλησιαζόμενος, χωρίον Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις πόλις Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, τάξις, πόλις Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀκοινώνητος, Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un abord difficile.
Étymologie: δυσ-, πρόσοδος.