ὀκλάξ: Difference between revisions
From LSJ
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκλάξ''': Ἐπίρρ., = [[ὀκλαδόν]], Ἱππ. 893Β· ὀκλὰξ καθῆσθαι, [[ὀκλάζω]], [[κάθημαι]] μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 10, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1308, Ἄρατ. 517, Λουκ. Λεξιφ. 11. | |lstext='''ὀκλάξ''': Ἐπίρρ., = [[ὀκλαδόν]], Ἱππ. 893Β· ὀκλὰξ καθῆσθαι, [[ὀκλάζω]], [[κάθημαι]] μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 10, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1308, Ἄρατ. 517, Λουκ. Λεξιφ. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><i>c.</i> [[ὀκλαδιστί]].<br />'''Étymologie:''' DELG ὀ-, [[κλάω]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.,
A = ὀκλαδόν, Hp.Haem.4 ; ὀ. καθῆσθαι squat down, Pherecr.75, cf. A.R.3.1308, Arat.517 (f.l. for ὀκλάς), Sor.1.61, Gal. UP3.15, Luc.Lex.11.
German (Pape)
[Seite 315] = ὀκλαδόν; παρακαθήμενος, Luc. Lex. 11; auch ὀκλάς, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκλάξ: Ἐπίρρ., = ὀκλαδόν, Ἱππ. 893Β· ὀκλὰξ καθῆσθαι, ὀκλάζω, κάθημαι μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 10, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1308, Ἄρατ. 517, Λουκ. Λεξιφ. 11.