σύμφθογγος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμφθογγος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] ἠχῶν, συνεκπέμπων τὸν αὐτὸν φθόγγον, χορὸς ξύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος, [[ὁμόφθογγος]], ἀλλ’ οὐχὶ [[ἐναρμόνιος]], [[ὁμόηχος]], ἀλλ’ οὐχὶ [[ἁρμονικός]]· ― ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1187.
|lstext='''σύμφθογγος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] ἠχῶν, συνεκπέμπων τὸν αὐτὸν φθόγγον, χορὸς ξύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος, [[ὁμόφθογγος]], ἀλλ’ οὐχὶ [[ἐναρμόνιος]], [[ὁμόηχος]], ἀλλ’ οὐχὶ [[ἁρμονικός]]· ― ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1187.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont les voix résonnent d’accord.<br />'''Étymologie:''' [[συμφθέγγομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφθογγος Medium diacritics: σύμφθογγος Low diacritics: σύμφθογγος Capitals: ΣΥΜΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: sýmphthongos Transliteration B: symphthongos Transliteration C: symfthoggos Beta Code: su/mfqoggos

English (LSJ)

ον,

   A sounding together, Χορὸς σύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος in concert, but not in harmony, of the Furies, A.Ag.1187; σ. λύρης ἀοιδή Epigr.in BCH26.134 (Honestus).

German (Pape)

[Seite 991] mittönend, einstimmig, χορός Aesch. Ag. 1160.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφθογγος: -ον, ὁ ὁμοῦ ἠχῶν, συνεκπέμπων τὸν αὐτὸν φθόγγον, χορὸς ξύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος, ὁμόφθογγος, ἀλλ’ οὐχὶ ἐναρμόνιος, ὁμόηχος, ἀλλ’ οὐχὶ ἁρμονικός· ― ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les voix résonnent d’accord.
Étymologie: συμφθέγγομαι.