διωθέω: Difference between revisions
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διωθέω''': μέλλ. διωθήσω καὶ διώσω· ‒ ὠθῶ χωριστά, ἀπο-[[κόπτω]], ἀποσπῶ, [πτελέη] ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν… διῶσεν, ἡ [[πτελέα]] ἐκριζωθεῖσα καὶ πεσοῦσα ἀπέσπασε καὶ ἐχώρισε τὸν κρημνόν, τὴν ὄχθην, Ἰλ. Φ. 244· διώσας... ἐχθροὺς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 995. 2) σταματῶ, [[φράττω]], τὰς διεξόδους Πλάτ. Τιμ. 67Ε. 3) [[ῥίπτω]] διὰ μέσου, διαπερῶ, τι διά τι Πολύβ. 22. 11, 17, πρβλ. Πλούτ. Βρούτ. 52. ΙΙ. συχνότερον κατὰ μέσ. τύπον, ὠθῶ μακρὰν [[χάριν]] [[ἐμαυτοῦ]], [[ἐκβιάζω]] τὴν ὁδὸν διὰ μέσου, ὁρμῶ διὰ μέσου, [[κάμνω]] [[ῥῆγμα]], τὰ γέρρα Ἡρόδ. 9. 102· τὸν ὄχλον Ξεν. Κύρ. 7. 5, 39· τὰς τάξεις Πολύβ. 11. 1, 12· δ. τὴν ὕλην, ἐπὶ ῥιζῶν, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 11, 8· τὴν θάλατταν, ἐπὶ ποταμοῦ, Πολύβ. 4. 41. 4· ‒ ἀπολ., διωθεῖσθαι [[πρός]] τι Πλούτ. Αἰμιλ. 1, κτλ. 2) ἀπωθῶ, [[ἀποκρούω]], τοῖς κοντοῖς διωθοῦντο, ἐπὶ ναυτῶν κωλυόντων τὰ πλοῖα ἀπὸ συγκρούσεως, Θουκ. 2. 84· ‒ ἀπωθῶ, [[ἀποκρούω]], στρατὸν ἰθυμαχίῃ Ἡρόδ. 4. 102· οἷς [πέτροις]... διώσει στρατὸν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 9· δ. τὰς τύχας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 315· ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν, [[ἀποκρούω]], Δημ. 555. 18· τὴν ἐπιβουλὴν ὁ αὐτ. 1342. 20· ‒ ἀπολ., ἀπαλλάττομαι τοῦ κινδύνου, [[ἀποκρούω]] τὸν κίνδυνον, ἀπομακρύνω, Ἡρόδ. 9. 88. 3) [[ἀπορρίπτω]], Λατ. respuere, τὴν εὔνοιαν ὁ αὐτ. 7. 104· ὃ μὴ ἐφίενται Θουκ. 4. 108· τὴν ἐπικουρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 14, 4· ‒ ἀπολ., ἀρνοῦμαι, Ἡρόδ. 6. 86, 2· ὁ Bgk. ἀναγινώσκει παθ. πρκμ. διῶσμαι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Θέογν. 1311. | |lstext='''διωθέω''': μέλλ. διωθήσω καὶ διώσω· ‒ ὠθῶ χωριστά, ἀπο-[[κόπτω]], ἀποσπῶ, [πτελέη] ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν… διῶσεν, ἡ [[πτελέα]] ἐκριζωθεῖσα καὶ πεσοῦσα ἀπέσπασε καὶ ἐχώρισε τὸν κρημνόν, τὴν ὄχθην, Ἰλ. Φ. 244· διώσας... ἐχθροὺς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 995. 2) σταματῶ, [[φράττω]], τὰς διεξόδους Πλάτ. Τιμ. 67Ε. 3) [[ῥίπτω]] διὰ μέσου, διαπερῶ, τι διά τι Πολύβ. 22. 11, 17, πρβλ. Πλούτ. Βρούτ. 52. ΙΙ. συχνότερον κατὰ μέσ. τύπον, ὠθῶ μακρὰν [[χάριν]] [[ἐμαυτοῦ]], [[ἐκβιάζω]] τὴν ὁδὸν διὰ μέσου, ὁρμῶ διὰ μέσου, [[κάμνω]] [[ῥῆγμα]], τὰ γέρρα Ἡρόδ. 9. 102· τὸν ὄχλον Ξεν. Κύρ. 7. 5, 39· τὰς τάξεις Πολύβ. 11. 1, 12· δ. τὴν ὕλην, ἐπὶ ῥιζῶν, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 11, 8· τὴν θάλατταν, ἐπὶ ποταμοῦ, Πολύβ. 4. 41. 4· ‒ ἀπολ., διωθεῖσθαι [[πρός]] τι Πλούτ. Αἰμιλ. 1, κτλ. 2) ἀπωθῶ, [[ἀποκρούω]], τοῖς κοντοῖς διωθοῦντο, ἐπὶ ναυτῶν κωλυόντων τὰ πλοῖα ἀπὸ συγκρούσεως, Θουκ. 2. 84· ‒ ἀπωθῶ, [[ἀποκρούω]], στρατὸν ἰθυμαχίῃ Ἡρόδ. 4. 102· οἷς [πέτροις]... διώσει στρατὸν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 9· δ. τὰς τύχας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 315· ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν, [[ἀποκρούω]], Δημ. 555. 18· τὴν ἐπιβουλὴν ὁ αὐτ. 1342. 20· ‒ ἀπολ., ἀπαλλάττομαι τοῦ κινδύνου, [[ἀποκρούω]] τὸν κίνδυνον, ἀπομακρύνω, Ἡρόδ. 9. 88. 3) [[ἀπορρίπτω]], Λατ. respuere, τὴν εὔνοιαν ὁ αὐτ. 7. 104· ὃ μὴ ἐφίενται Θουκ. 4. 108· τὴν ἐπικουρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 14, 4· ‒ ἀπολ., ἀρνοῦμαι, Ἡρόδ. 6. 86, 2· ὁ Bgk. ἀναγινώσκει παθ. πρκμ. διῶσμαι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Θέογν. 1311. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> διώσω;<br /><b>1</b> pousser à travers;<br /><b>2</b> pousser violemment (dans le vide), précipiter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> διωθέομαι-οῦμαι (<i>f.</i> διώσομαι, <i>ao.</i> διεωσάμην);<br /><b>I.</b> repousser loin de soi, acc. ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> repousser, se défendre contre, acc. ; <i>abs.</i> écarter un danger;<br /><b>2</b> repousser avec dédain, refuser, acc.;<br /><b>II.</b> se repousser l’un l’autre;<br /><b>III.</b> se frayer un chemin à travers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὠθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
aor.
A διῶσα Hom. (v. infr.), διέωσα X.HG2.1.8, ἐδίωσα codd. in Hero Aut.24.3:—push asunder, tear away, [πτελέη] ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν . . διῶσε the elm as it fell uprooted tore the bank away, Il.21.244; διώσας καὶ κατακτείνας ἐχθρούς E.Heracl.995; drive apart, τῶν ὀφθαλμῶν τὰς διεξόδους Pl.Ti.67e. 2 thrust through, τι διά τινος X.HG2.1.8, Plb.21.28.14. II more freq. in Med. (fut. διώσομαι Democr.191), force one's way through, break through, τὰ γέρρα Hdt.9.102; τὸν ὄχλον X.Cyr.7.5.39; τὰς τάξεις Plb.11.1.12; δ. τὴν ὕλην, of roots, Thphr.HP8.11.8; τὴν θάλατταν, of a river, Plb.4.41.4. 2 push from oneself, push away, τοῖς κόντοις διεωθοῦντο, of sailors, Th.2.84; ἡ γαστὴρ δ. τὸ περιττὸν εἰς τὴν νῆστιν Gal. 5.567; repulse, στρατὸν ἰθυμαχίῃ Hdt.4.102; οἷς [πέτροις] . . διώσει στρατόν A.Fr.199.9 (Dobr.); κῆρας Democr. l. c.; τὰς τύχας E.HF 315; ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν repel it, D.21.124; τὴν ἐπιβουλήν Id.58.65: abs., get rid of danger, Hdt.9.88. 3 reject, τὴν εὔνοιαν Id.7.104; ὃ μὴ προσίενται Th.4.108; τὴν ἐπικουρίαν Arist.EN1163b25; of bribes, D.19.139: abs., refuse, Hdt.6.86.β, Plu.Brut.52: so pf. Pass. διῶσμαι cj. for δίωμαι in this sense, Thgn.1311.
Greek (Liddell-Scott)
διωθέω: μέλλ. διωθήσω καὶ διώσω· ‒ ὠθῶ χωριστά, ἀπο-κόπτω, ἀποσπῶ, [πτελέη] ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν… διῶσεν, ἡ πτελέα ἐκριζωθεῖσα καὶ πεσοῦσα ἀπέσπασε καὶ ἐχώρισε τὸν κρημνόν, τὴν ὄχθην, Ἰλ. Φ. 244· διώσας... ἐχθροὺς Εὐρ. Ἡρακλ. 995. 2) σταματῶ, φράττω, τὰς διεξόδους Πλάτ. Τιμ. 67Ε. 3) ῥίπτω διὰ μέσου, διαπερῶ, τι διά τι Πολύβ. 22. 11, 17, πρβλ. Πλούτ. Βρούτ. 52. ΙΙ. συχνότερον κατὰ μέσ. τύπον, ὠθῶ μακρὰν χάριν ἐμαυτοῦ, ἐκβιάζω τὴν ὁδὸν διὰ μέσου, ὁρμῶ διὰ μέσου, κάμνω ῥῆγμα, τὰ γέρρα Ἡρόδ. 9. 102· τὸν ὄχλον Ξεν. Κύρ. 7. 5, 39· τὰς τάξεις Πολύβ. 11. 1, 12· δ. τὴν ὕλην, ἐπὶ ῥιζῶν, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 11, 8· τὴν θάλατταν, ἐπὶ ποταμοῦ, Πολύβ. 4. 41. 4· ‒ ἀπολ., διωθεῖσθαι πρός τι Πλούτ. Αἰμιλ. 1, κτλ. 2) ἀπωθῶ, ἀποκρούω, τοῖς κοντοῖς διωθοῦντο, ἐπὶ ναυτῶν κωλυόντων τὰ πλοῖα ἀπὸ συγκρούσεως, Θουκ. 2. 84· ‒ ἀπωθῶ, ἀποκρούω, στρατὸν ἰθυμαχίῃ Ἡρόδ. 4. 102· οἷς [πέτροις]... διώσει στρατὸν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 9· δ. τὰς τύχας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 315· ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν, ἀποκρούω, Δημ. 555. 18· τὴν ἐπιβουλὴν ὁ αὐτ. 1342. 20· ‒ ἀπολ., ἀπαλλάττομαι τοῦ κινδύνου, ἀποκρούω τὸν κίνδυνον, ἀπομακρύνω, Ἡρόδ. 9. 88. 3) ἀπορρίπτω, Λατ. respuere, τὴν εὔνοιαν ὁ αὐτ. 7. 104· ὃ μὴ ἐφίενται Θουκ. 4. 108· τὴν ἐπικουρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 14, 4· ‒ ἀπολ., ἀρνοῦμαι, Ἡρόδ. 6. 86, 2· ὁ Bgk. ἀναγινώσκει παθ. πρκμ. διῶσμαι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Θέογν. 1311.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. διώσω;
1 pousser à travers;
2 pousser violemment (dans le vide), précipiter, acc.;
Moy. διωθέομαι-οῦμαι (f. διώσομαι, ao. διεωσάμην);
I. repousser loin de soi, acc. ; fig. :
1 repousser, se défendre contre, acc. ; abs. écarter un danger;
2 repousser avec dédain, refuser, acc.;
II. se repousser l’un l’autre;
III. se frayer un chemin à travers, acc..
Étymologie: διά, ὠθέω.