προφωνέω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προφωνέω''': φωνῶ, [[λέγω]] ἢ [[διακηρύττω]] [[προηγουμένως]], Ζηνὸς κότον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 617· πήματα, ἄλγη ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 882, Εὐμ. 466· - φωνῶ ἐνώπιον πάντων, ἠχὼ Σοφ. Ἠλ. 109· προφωνεῖ τόνδε ναυάρχοις λόγον Αἰσχύλ. Πέρσ. 363. ΙΙ. προειδοποιῶ, [[λέγω]] ἐκ τῶν προτέρων, [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., καὶ σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν Σοφ. Αἴ. 1089, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 956, Ἠλ. 685· [[ὡσαύτως]] παραλειπομένου τοῦ ἀπαρ., ὑμῖν προφωνῶ τάδε Σοφ. Ο. Τ. 223. | |lstext='''προφωνέω''': φωνῶ, [[λέγω]] ἢ [[διακηρύττω]] [[προηγουμένως]], Ζηνὸς κότον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 617· πήματα, ἄλγη ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 882, Εὐμ. 466· - φωνῶ ἐνώπιον πάντων, ἠχὼ Σοφ. Ἠλ. 109· προφωνεῖ τόνδε ναυάρχοις λόγον Αἰσχύλ. Πέρσ. 363. ΙΙ. προειδοποιῶ, [[λέγω]] ἐκ τῶν προτέρων, [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., καὶ σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν Σοφ. Αἴ. 1089, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 956, Ἠλ. 685· [[ὡσαύτως]] παραλειπομένου τοῦ ἀπαρ., ὑμῖν προφωνῶ τάδε Σοφ. Ο. Τ. 223. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> proférer, faire entendre (un son, des paroles);<br /><b>2</b> annoncer d’avance ; déclarer, faire connaître : [[τί]] τινι qch à qqn ; τινι avec l’inf. : ordonner à qqn de, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φωνέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
A utter, declare beforehand, Ζηνὸς κότον A.Supp.617; πήματα, ἄλγη, Id.Ag.882, Eu.466: c. inf. fut., AP5.20 (Rufin.); utter before all, ἠχώ S.El.109 (anap.); πᾶσιν π. τόνδε ναυάρχοις λόγον gives this or der beforehand to all, A.Pers.363. II order beforehand or before all, c. dat. et inf., καί σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν S.Aj.1089, cf. E.Hipp.956, El.685: without inf., ὑμῖν προφωνῶ τάδε S.OT223.
German (Pape)
[Seite 798] vorher sagen, heraussagen, bekannt machen, befehlen; πᾶσιν προφωνεῖ τόνδε ναυάρχοις λόγον, Aesch. Pers. 355; προφωνῶν τὰ τῶν πέλας κακά, Eum. 479; καί σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν, Soph. Ai. 1068; sp. D., wie Rufin. 32 (V, 21).
Greek (Liddell-Scott)
προφωνέω: φωνῶ, λέγω ἢ διακηρύττω προηγουμένως, Ζηνὸς κότον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 617· πήματα, ἄλγη ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 882, Εὐμ. 466· - φωνῶ ἐνώπιον πάντων, ἠχὼ Σοφ. Ἠλ. 109· προφωνεῖ τόνδε ναυάρχοις λόγον Αἰσχύλ. Πέρσ. 363. ΙΙ. προειδοποιῶ, λέγω ἐκ τῶν προτέρων, μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., καὶ σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν Σοφ. Αἴ. 1089, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 956, Ἠλ. 685· ὡσαύτως παραλειπομένου τοῦ ἀπαρ., ὑμῖν προφωνῶ τάδε Σοφ. Ο. Τ. 223.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 proférer, faire entendre (un son, des paroles);
2 annoncer d’avance ; déclarer, faire connaître : τί τινι qch à qqn ; τινι avec l’inf. : ordonner à qqn de, etc.
Étymologie: πρό, φωνέω.