βαθύσκιος: Difference between revisions

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰθύσκιος''': -ον, ὁ βαθέως σκιαζόμενος, βαθεῖαν ἔχων σκιάν, σκιερός, [[σκοτεινός]], πέτρης κευθμῶνα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 229, πρβλ. Θεόκρ. 4. 19· ὕλη Βάβρ. 92. 2. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ σχηματίζων βαθεῖαν σκιάν, ἀστὴρ Μουσαῖ. 111.
|lstext='''βᾰθύσκιος''': -ον, ὁ βαθέως σκιαζόμενος, βαθεῖαν ἔχων σκιάν, σκιερός, [[σκοτεινός]], πέτρης κευθμῶνα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 229, πρβλ. Θεόκρ. 4. 19· ὕλη Βάβρ. 92. 2. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ σχηματίζων βαθεῖαν σκιάν, ἀστὴρ Μουσαῖ. 111.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />couvert d’une ombre profonde <i>ou</i> épaisse.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[σκιά]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύσκῐος Medium diacritics: βαθύσκιος Low diacritics: βαθύσκιος Capitals: ΒΑΘΥΣΚΙΟΣ
Transliteration A: bathýskios Transliteration B: bathyskios Transliteration C: vathyskios Beta Code: baqu/skios

English (LSJ)

ον,

   A deep-shaded, dark, πέτρης κευθμῶνα h.Merc.229, cf. Theoc.4.19; ὗλαι Babr.92.2; οἰκίαι Ath. Med. ap. Orib.inc.23.18.    II Act., throwing a deep shade, ἀστήρ Musae.111.

German (Pape)

[Seite 425] (σκιά), tiefbeschattet, tiefschattig, κευθμών H. h. Merc. 229; Theocr. 4, 19; ἄλσος Plat. ep. 29 (Plan. 210); ὕλαι Babr. 92, 2; – tief beschattend, Musae. 111.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύσκιος: -ον, ὁ βαθέως σκιαζόμενος, βαθεῖαν ἔχων σκιάν, σκιερός, σκοτεινός, πέτρης κευθμῶνα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 229, πρβλ. Θεόκρ. 4. 19· ὕλη Βάβρ. 92. 2. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ σχηματίζων βαθεῖαν σκιάν, ἀστὴρ Μουσαῖ. 111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d’une ombre profonde ou épaisse.
Étymologie: βαθύς, σκιά.