ἀϋτή: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀϋτή''': [ῡ], ἡ, (αὔω, βοῶ, φωνάζω): ― [[κραυγή]], βοή, [[φωνή]], [[κυρίως]] κραυγὴ πολεμική, βοὴ μάχης, [[ἀλαλητός]], [[θόρυβος]], ἀϋτὴ δ᾿ οὐρανὸν ἷκεν Ἰλ. Β. 153, κτλ.· φιλεῖ δὲ ὁ Ὅμ. νὰ ἐκφέρῃ τὴν λέξιν καὶ μετ᾿ ἄλλης, [[ἀϋτή]] τε πτόλεμός τε Ἰλ. Ζ. 328, κτλ.· [[κίνδυνος]] ὀξείας ἀϋτᾶς Πινδ. Ν. 9. 83· πρβλ. βοή· ἐν γένει, γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος Αἰσχύλ. Χο. 564: ― ἐπὶ τοῦ ἤχου τῆς σάλπιγγος, ὁ αὐτ. Πέρσ. 395: ― ἐπὶ τοῦ τριγμοῦ τοῦ ἄξονος, Παρμεν. 8 Mullach καὶ Karst. (Γράφεται ἀFυτὰ ἐν Κερκυρ. Ἐπιγρ., Ἐπιγρ. Ἑλλ. 180. 3).
|lstext='''ἀϋτή''': [ῡ], ἡ, (αὔω, βοῶ, φωνάζω): ― [[κραυγή]], βοή, [[φωνή]], [[κυρίως]] κραυγὴ πολεμική, βοὴ μάχης, [[ἀλαλητός]], [[θόρυβος]], ἀϋτὴ δ᾿ οὐρανὸν ἷκεν Ἰλ. Β. 153, κτλ.· φιλεῖ δὲ ὁ Ὅμ. νὰ ἐκφέρῃ τὴν λέξιν καὶ μετ᾿ ἄλλης, [[ἀϋτή]] τε πτόλεμός τε Ἰλ. Ζ. 328, κτλ.· [[κίνδυνος]] ὀξείας ἀϋτᾶς Πινδ. Ν. 9. 83· πρβλ. βοή· ἐν γένει, γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος Αἰσχύλ. Χο. 564: ― ἐπὶ τοῦ ἤχου τῆς σάλπιγγος, ὁ αὐτ. Πέρσ. 395: ― ἐπὶ τοῦ τριγμοῦ τοῦ ἄξονος, Παρμεν. 8 Mullach καὶ Karst. (Γράφεται ἀFυτὰ ἐν Κερκυρ. Ἐπιγρ., Ἐπιγρ. Ἑλλ. 180. 3).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>seul. sg.</i><br /><b>1</b> cri retentissant ; <i>particul.</i> cri de guerre ; guerre, combat;<br /><b>2</b> bruit retentissant (de la trompette).<br />'''Étymologie:''' [[ἀΰω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀϋτή Medium diacritics: ἀϋτή Low diacritics: αϋτή Capitals: ΑΫΤΗ
Transliteration A: aütḗ Transliteration B: autē Transliteration C: ayti Beta Code: a)u+th/

English (LSJ)

[ῡ], ἡ, (αὔω B)

   A cry, shout, esp. battle-shout, war-cry, ἀϋτὴ δ' οὐρανὸν ἷκεν Il.2.153; ἀϋτή τε πτόλεμός τε 6.328; κίνδυνος ὀξείας ἀϋτᾶς Pi.N.9.35: generally, γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος A.Ch.564; of the blast of the trumpet, Id.Pers.395; of the creaking of the axle, Parm.1.6. (ἀϝῡτά IG9(1).868 (Corc.).)

German (Pape)

[Seite 396] ἡ, das Geschrei, der Ruf, bes. das Schlachtgeschrei, dah. ἀυτή τε πτόλεμός τε, ll. 6, 328; die Schlacht selbst, 11, 802 Od. 11, 3834 wie Achill πύργος ἀϋτῆς heißt, Theocr. 22, 220; der Trompete, Aesch. Pers. 387; ὀξεῖα Pind. N. 9, 35. – Falsche Lesart ἀυτή Iliad. 16, 634 ὥς τε δρυτόμων ἀνδρῶν ὀρυμαγδὸς ὀρώρει οὔρεος ἐν βήσσῃς· ἕκαθεν δέ τε γίγνετ' ἀκουή, Scholl. Didym. ἀκουή: Ἀριστοφάνης ἀυτή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀϋτή: [ῡ], ἡ, (αὔω, βοῶ, φωνάζω): ― κραυγή, βοή, φωνή, κυρίως κραυγὴ πολεμική, βοὴ μάχης, ἀλαλητός, θόρυβος, ἀϋτὴ δ᾿ οὐρανὸν ἷκεν Ἰλ. Β. 153, κτλ.· φιλεῖ δὲ ὁ Ὅμ. νὰ ἐκφέρῃ τὴν λέξιν καὶ μετ᾿ ἄλλης, ἀϋτή τε πτόλεμός τε Ἰλ. Ζ. 328, κτλ.· κίνδυνος ὀξείας ἀϋτᾶς Πινδ. Ν. 9. 83· πρβλ. βοή· ἐν γένει, γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος Αἰσχύλ. Χο. 564: ― ἐπὶ τοῦ ἤχου τῆς σάλπιγγος, ὁ αὐτ. Πέρσ. 395: ― ἐπὶ τοῦ τριγμοῦ τοῦ ἄξονος, Παρμεν. 8 Mullach καὶ Karst. (Γράφεται ἀFυτὰ ἐν Κερκυρ. Ἐπιγρ., Ἐπιγρ. Ἑλλ. 180. 3).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
seul. sg.
1 cri retentissant ; particul. cri de guerre ; guerre, combat;
2 bruit retentissant (de la trompette).
Étymologie: ἀΰω.