κατεικάζω: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεικάζω''': ἐξομοιώνω, [[νομίζω]] τι ὅμοιον [[πρός]] τι, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 35˙- Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ὅμοιος]], ὦ… τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε Σοφ. Ο. Κ. 338. ΙΙ. [[σχηματίζω]] εἰκασίας, [[συμπεραίνω]] ([[ἐναντίον]] τινός), [[ταῦτα]] οἱ βάρβαροι κατείκαζον Ἡρόδ. 6. 112˙ ἐν ὑπονοίῃ κ. Ἱππ. 1280. 2˙ [[κυρίως]], [[ὑποπτεύω]] κακόν τι, Ἡρόδ. 9. 109.
|lstext='''κατεικάζω''': ἐξομοιώνω, [[νομίζω]] τι ὅμοιον [[πρός]] τι, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 35˙- Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ὅμοιος]], ὦ… τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε Σοφ. Ο. Κ. 338. ΙΙ. [[σχηματίζω]] εἰκασίας, [[συμπεραίνω]] ([[ἐναντίον]] τινός), [[ταῦτα]] οἱ βάρβαροι κατείκαζον Ἡρόδ. 6. 112˙ ἐν ὑπονοίῃ κ. Ἱππ. 1280. 2˙ [[κυρίως]], [[ὑποπτεύω]] κακόν τι, Ἡρόδ. 9. 109.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> conjecturer, soupçonner;<br /><b>2</b> conformer ; <i>Pass.</i> être devenu conforme : τινι à qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἰκάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεικάζω Medium diacritics: κατεικάζω Low diacritics: κατεικάζω Capitals: ΚΑΤΕΙΚΑΖΩ
Transliteration A: kateikázō Transliteration B: kateikazō Transliteration C: kateikazo Beta Code: kateika/zw

English (LSJ)

   A liken to, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Eup.345:—Pass., to be or become like, ὦ . . τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε S. OC338.    II guess, surmise, Hdt.6.112; ἐν ὑπονοίῃ κ. Hp.Ep.17; suspect, Hdt.9.109.

German (Pape)

[Seite 1394] vermuthen (eigtl. zu Jemandes Nachtheil), = simplex, ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον, Her. 6, 112. 9, 109. – Pass., Soph. O. C. 339 τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε καὶ βίου τροφάς, die sich ähnlich gemacht haben, sich richten nach Aegyptens Brauch.

Greek (Liddell-Scott)

κατεικάζω: ἐξομοιώνω, νομίζω τι ὅμοιον πρός τι, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 35˙- Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ὅμοιος, ὦ… τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε Σοφ. Ο. Κ. 338. ΙΙ. σχηματίζω εἰκασίας, συμπεραίνω (ἐναντίον τινός), ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον Ἡρόδ. 6. 112˙ ἐν ὑπονοίῃ κ. Ἱππ. 1280. 2˙ κυρίως, ὑποπτεύω κακόν τι, Ἡρόδ. 9. 109.

French (Bailly abrégé)

1 conjecturer, soupçonner;
2 conformer ; Pass. être devenu conforme : τινι à qch.
Étymologie: κατά, εἰκάζω.