χαμάδις: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμάδῐς''': Ἐπίρρ., Ἐπικ. ἀντὶ [[χαμᾶζε]] (ὡς [[οἴκαδις]] ἀντὶ [[οἴκαδε]]), εἰς τὸ [[ἔδαφος]], ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατὰ γῆς, τὰ μέν τ’ [[ἄνεμος]] χ. χέει Ἰλ. Ζ. 147˙ χ. πέσε Η. 16˙ χ. [[βάλε]] Η. 190, κλπ.˙ μόνον [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Θήβ. 358. - [[Δωρικός]] τις [[τύπος]] χαμάνδι μνημονεύεται ἐν Θεογνώστου Καν. σελ. 163, 32˙ καὶ ὁ Εὐστ. 1879. 52, μνημονεύει χαμάδι. | |lstext='''χᾰμάδῐς''': Ἐπίρρ., Ἐπικ. ἀντὶ [[χαμᾶζε]] (ὡς [[οἴκαδις]] ἀντὶ [[οἴκαδε]]), εἰς τὸ [[ἔδαφος]], ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατὰ γῆς, τὰ μέν τ’ [[ἄνεμος]] χ. χέει Ἰλ. Ζ. 147˙ χ. πέσε Η. 16˙ χ. [[βάλε]] Η. 190, κλπ.˙ μόνον [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Θήβ. 358. - [[Δωρικός]] τις [[τύπος]] χαμάνδι μνημονεύεται ἐν Θεογνώστου Καν. σελ. 163, 32˙ καὶ ὁ Εὐστ. 1879. 52, μνημονεύει χαμάδι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />sur <i>ou</i> vers la terre, à terre.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰδ] (χᾰμάδι read in Od.19.599 by Eust.1879.53, cf. χαμάνδις), Adv., Ep. for χαμᾶζε,
A to the ground, on the ground, τὰ μέν τ' ἄνεμος χ. χέει Il.6.147; χ. πέσε 7.16; χ. βάλε ib.190, etc.; once in Trag., A.Th.358 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμάδῐς: Ἐπίρρ., Ἐπικ. ἀντὶ χαμᾶζε (ὡς οἴκαδις ἀντὶ οἴκαδε), εἰς τὸ ἔδαφος, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατὰ γῆς, τὰ μέν τ’ ἄνεμος χ. χέει Ἰλ. Ζ. 147˙ χ. πέσε Η. 16˙ χ. βάλε Η. 190, κλπ.˙ μόνον ἅπαξ παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Θήβ. 358. - Δωρικός τις τύπος χαμάνδι μνημονεύεται ἐν Θεογνώστου Καν. σελ. 163, 32˙ καὶ ὁ Εὐστ. 1879. 52, μνημονεύει χαμάδι.
French (Bailly abrégé)
adv.
sur ou vers la terre, à terre.
Étymologie: χαμαί.