διακρατέω: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακρατέω''': κρατῶ στερεῶς, δυνατά, Φύλαρχ. Ἀποσπ. 24, Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ. 2) [[ὑποστηρίζω]], [[δέπας]] Ἀθήν. 492Α· μεταφ., διατηρῶ, συντηρῶ, διατηρῶ ἐν τῇ ζωῇ, αὑτὸν Διογ. Λ. 9. 43. ΙΙ. ἀμεταβ., κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἐμποδίζω]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 8· διατηρῶ ὅ, τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, Πλούτ. Σερτ. 7. | |lstext='''διακρατέω''': κρατῶ στερεῶς, δυνατά, Φύλαρχ. Ἀποσπ. 24, Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ. 2) [[ὑποστηρίζω]], [[δέπας]] Ἀθήν. 492Α· μεταφ., διατηρῶ, συντηρῶ, διατηρῶ ἐν τῇ ζωῇ, αὑτὸν Διογ. Λ. 9. 43. ΙΙ. ἀμεταβ., κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἐμποδίζω]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 8· διατηρῶ ὅ, τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, Πλούτ. Σερτ. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> maintenir fortement, retenir;<br /><b>2</b> soutenir, supporter;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se maintenir, se soutenir jusqu’au bout.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κρατέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
A hold fast, control, τὰ ὅπλα Phylarch.24; τὸν ὅλον κόσμον Herm. ap. Stob.1.15.16, cf. Iamb.Myst.4.12; ὀργάδα D.H.1.79; hold, ἐν τῷ στόματι Dsc.2.152 (Pass.), cf. Gp.12.30.3 (Pass.), etc. 2 hold in possession, BGU1047 ii 6 (ii A.D., Pass.). 3 maintain, establish, λόγον Stob.1.1.9; retain, preserve, in argument, Dam.Pr.439. 4 hold up, support, ἱστόν Erot. s.v. ὅπλα; δέπας Ath.11.492b (Pass.): metaph., support, keep alive, αὑτόν D.L.9.43. 5 hold back, detain, in Pass., πρὸς τῶν χρηστῶν App.BC2.8.
German (Pape)
[Seite 584] 1) festhalten, erhalten; καὶ συνέχων πάντα θεός Phylarch. bei Ath. XV, 693 f; vgl. D. Hal. 1, 79. – 2) zurückhalten; App. B. C. 2, 8. – 3) intr., ἐπιπόνως, sich erhalten, Plut. Sertor. 7.
Greek (Liddell-Scott)
διακρατέω: κρατῶ στερεῶς, δυνατά, Φύλαρχ. Ἀποσπ. 24, Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ. 2) ὑποστηρίζω, δέπας Ἀθήν. 492Α· μεταφ., διατηρῶ, συντηρῶ, διατηρῶ ἐν τῇ ζωῇ, αὑτὸν Διογ. Λ. 9. 43. ΙΙ. ἀμεταβ., κρατῶ ὀπίσω, ἐμποδίζω, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 8· διατηρῶ ὅ, τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, Πλούτ. Σερτ. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. tr. 1 maintenir fortement, retenir;
2 soutenir, supporter;
II. intr. se maintenir, se soutenir jusqu’au bout.
Étymologie: διά, κρατέω.