εὐεπίβατος: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐεπίβᾰτος''': -ον, ὃν εὐχερῶς ἀναβαίνει τις, [[λόφος]] Στράβων 234, Πολύαινος 6. 5· εὐπρόσβλητος, Λουκ. π. Διαβολ. 19. | |lstext='''εὐεπίβᾰτος''': -ον, ὃν εὐχερῶς ἀναβαίνει τις, [[λόφος]] Στράβων 234, Πολύαινος 6. 5· εὐπρόσβλητος, Λουκ. π. Διαβολ. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à gravir, à escalader.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἐπιβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to ascend, λόφος Str.5.3.7; τεῖχος Polyaen. 6.5; καταρράκται App.BC5.82 (Comp.). II easy of attack, τόποι Ph.Bel.94.40: metaph., Id.1.459, Luc.Cal.19.
German (Pape)
[Seite 1065] leicht zu besteigen, leicht zugänglich, λόφος Strab. V p. 234; Sp. Uebertr., ἀσθενές τι καὶ εὐεπ. τῆς ψυχῆς Luc. calumn. 19.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπίβᾰτος: -ον, ὃν εὐχερῶς ἀναβαίνει τις, λόφος Στράβων 234, Πολύαινος 6. 5· εὐπρόσβλητος, Λουκ. π. Διαβολ. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à gravir, à escalader.
Étymologie: εὖ, ἐπιβαίνω.