αἰθαλόεις: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰθᾰλόεις''': όεσσα, όεν, συνῃρ. αἰθαλοῦς, οῦσσα, οῦν, ([[αἴθαλος]]). Ποιητ. ἐπίθ., = [[αἰθαλώδης]], [[πλήρης]] αἰθάλης, «καπνιᾶς», [[μέλαθρον]], Ἰλ. Β. 415, πρβλ. Θεοκρ. 13. 13· [[κόνις]] αἰθ., μέλαινα ἐξ αἰθάλης [[σποδός]], Ἰλ. Σ. 23. Ὀδ. Ω. 316. ΙΙ. [[φλογερός]], καίων, [[κεραυνός]], Ἡσ. Θ. 72· [[φλόξ]], Αἰσχύλ. Πρ. 992. 2) ἔχων τὸ [[χρῶμα]] κεκαυμένου πράγματος, ὅ ἐ. κεραμόχρους ἢ ἐρυθρόφαιος, Νικ Θ. 566.
|lstext='''αἰθᾰλόεις''': όεσσα, όεν, συνῃρ. αἰθαλοῦς, οῦσσα, οῦν, ([[αἴθαλος]]). Ποιητ. ἐπίθ., = [[αἰθαλώδης]], [[πλήρης]] αἰθάλης, «καπνιᾶς», [[μέλαθρον]], Ἰλ. Β. 415, πρβλ. Θεοκρ. 13. 13· [[κόνις]] αἰθ., μέλαινα ἐξ αἰθάλης [[σποδός]], Ἰλ. Σ. 23. Ὀδ. Ω. 316. ΙΙ. [[φλογερός]], καίων, [[κεραυνός]], Ἡσ. Θ. 72· [[φλόξ]], Αἰσχύλ. Πρ. 992. 2) ἔχων τὸ [[χρῶμα]] κεκαυμένου πράγματος, ὅ ἐ. κεραμόχρους ἢ ἐρυθρόφαιος, Νικ Θ. 566.
}}
{{bailly
|btext=οῦς, όεσσα-οῦσσα, όεν-οῦν;<br /><b>1</b> noirci par le feu, enfumé, noirâtre;<br /><b>2</b> qui brûle, qui consume.<br />'''Étymologie:''' [[αἴθω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθαλόεις Medium diacritics: αἰθαλόεις Low diacritics: αιθαλόεις Capitals: ΑΙΘΑΛΟΕΙΣ
Transliteration A: aithalóeis Transliteration B: aithaloeis Transliteration C: aithaloeis Beta Code: ai)qalo/eis

English (LSJ)

όεσσα, όεν, contr. αἰθᾰλοῦς, οῦσσα, οῦν: (αἴθαλος):—poet. Adj.

   A smoky, sooty, μέλαθρον Il.2.415, cf. Theoc.13.13; κόνις αἰ. black ashes that are burnt out, Il.18.23, Od.24.316.    II burning, blazing, κεραυνός Hes.Th.72, cf. E.Ph.183 (lyr.); φλόξ A. Pr.992.    2 burnt-coloured, i.e. dark-brown, Σάϊς Nic.Th.566; ῥώξ ib.716.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθᾰλόεις: όεσσα, όεν, συνῃρ. αἰθαλοῦς, οῦσσα, οῦν, (αἴθαλος). Ποιητ. ἐπίθ., = αἰθαλώδης, πλήρης αἰθάλης, «καπνιᾶς», μέλαθρον, Ἰλ. Β. 415, πρβλ. Θεοκρ. 13. 13· κόνις αἰθ., μέλαινα ἐξ αἰθάλης σποδός, Ἰλ. Σ. 23. Ὀδ. Ω. 316. ΙΙ. φλογερός, καίων, κεραυνός, Ἡσ. Θ. 72· φλόξ, Αἰσχύλ. Πρ. 992. 2) ἔχων τὸ χρῶμα κεκαυμένου πράγματος, ὅ ἐ. κεραμόχρους ἢ ἐρυθρόφαιος, Νικ Θ. 566.

French (Bailly abrégé)

οῦς, όεσσα-οῦσσα, όεν-οῦν;
1 noirci par le feu, enfumé, noirâtre;
2 qui brûle, qui consume.
Étymologie: αἴθω.