ἀκρόασις: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρόᾱσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀκούειν ἢ προσέχειν εἴς τινα, Ἀντιφῶν, 129, 41, Θουκυδ. 1.21, 22, κτλ., ἀκρ. ποιεῖσθαί τινος = ἀκροᾶσθαι, Ἀνδοκ. 2. 21· κλέπτειν τὴν ἀκρόασιν ὑμῶν, δι’ ἀπάτης ἀναγκάζειν ὑμᾶς νὰ ἀκούσητε, Αἰσχίν. 58. 37. 2) [[ὑπακοή]], τινός, Θουκ. 2. 37. ΙΙ. ἐκεῖνο [[ὅπερ]] ἀκροᾶταί τις, τὸ ἀπαγγελόμενον, [[μάθημα]], [[ἀνάγνωσμα]], Ἱππ. 28.15, Πολύβ. 32. 6, 5· φυσικὴ ἀκρ., [[ὄνομα]] ἔργου τινὸς τοῦ Ἀριστοτέλ. ΙΙΙ. [[ἀκροατήριον]], Πλουτ. 2. 58C.
|lstext='''ἀκρόᾱσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀκούειν ἢ προσέχειν εἴς τινα, Ἀντιφῶν, 129, 41, Θουκυδ. 1.21, 22, κτλ., ἀκρ. ποιεῖσθαί τινος = ἀκροᾶσθαι, Ἀνδοκ. 2. 21· κλέπτειν τὴν ἀκρόασιν ὑμῶν, δι’ ἀπάτης ἀναγκάζειν ὑμᾶς νὰ ἀκούσητε, Αἰσχίν. 58. 37. 2) [[ὑπακοή]], τινός, Θουκ. 2. 37. ΙΙ. ἐκεῖνο [[ὅπερ]] ἀκροᾶταί τις, τὸ ἀπαγγελόμενον, [[μάθημα]], [[ἀνάγνωσμα]], Ἱππ. 28.15, Πολύβ. 32. 6, 5· φυσικὴ ἀκρ., [[ὄνομα]] ἔργου τινὸς τοῦ Ἀριστοτέλ. ΙΙΙ. [[ἀκροατήριον]], Πλουτ. 2. 58C.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prêter l’oreille à ; obéissance;<br /><b>2</b> salle d’audition.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκροάομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόᾱσις Medium diacritics: ἀκρόασις Low diacritics: ακρόασις Capitals: ΑΚΡΟΑΣΙΣ
Transliteration A: akróasis Transliteration B: akroasis Transliteration C: akroasis Beta Code: a)kro/asis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A hearing, hearkening or listening to, Antipho 5.4, Th.1.21,22, etc.; ἀ. ποιεῖσθαί τινος, = ἀκροᾶσθαι, And.1.9; κλέπτειν τὴν ἀ. ὑμῶν to cheat you into hearing, Aeschin.3.35.    2 obedience, τῶν ἐν ἀρχῇ Th.2.37.    II thing listened to, recitation, lecture, Hp. Praec.,12, Plb.32.2.5, IG2.466, etc.:—φυσικὴ ἀ., title of work by Arist.    III = ἀκροατήριον, Plu.2.58c.

German (Pape)

[Seite 82] ἡ, 1) das Hören, Thuc. 1, 21; ἐς ἀκρόασιν ἀτερπέστερον, zu hören, 22; ποιεῖσθαι ἀκρόασιν, hören, Aeschin. 3, 60, wie Isocr. 8, 3; κλέπτειν, das Ohr bestechen, Aesch. 3, 99. – 2) ἀκροάσεις ποιεῖσθαι, Vorlesungen halten, Pol. 32, 6; Luc. Prom. 2; Plut. Pomp. 42, derauch ἐν ἀκροάσεσι καὶ θεάτροις disc. am. et. adul. 23 abdt, also: Ort für Vorlesungen, Auditorium. – 3) Gehorsam, Thuc. 2, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ἀκούειν ἢ προσέχειν εἴς τινα, Ἀντιφῶν, 129, 41, Θουκυδ. 1.21, 22, κτλ., ἀκρ. ποιεῖσθαί τινος = ἀκροᾶσθαι, Ἀνδοκ. 2. 21· κλέπτειν τὴν ἀκρόασιν ὑμῶν, δι’ ἀπάτης ἀναγκάζειν ὑμᾶς νὰ ἀκούσητε, Αἰσχίν. 58. 37. 2) ὑπακοή, τινός, Θουκ. 2. 37. ΙΙ. ἐκεῖνο ὅπερ ἀκροᾶταί τις, τὸ ἀπαγγελόμενον, μάθημα, ἀνάγνωσμα, Ἱππ. 28.15, Πολύβ. 32. 6, 5· φυσικὴ ἀκρ., ὄνομα ἔργου τινὸς τοῦ Ἀριστοτέλ. ΙΙΙ. ἀκροατήριον, Πλουτ. 2. 58C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de prêter l’oreille à ; obéissance;
2 salle d’audition.
Étymologie: ἀκροάομαι.