ἀκατονόμαστος: Difference between revisions
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατονόμαστος''': -ον, = [[ἀνώνυμος]], Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 898D: ἀκ. [[χόνδρος]], ὁ κρικοειδὴς τοῦ λάρυγγος [[χόνδρος]], Greenhill Θεόφιλ. σ. 110. | |lstext='''ἀκατονόμαστος''': -ον, = [[ἀνώνυμος]], Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 898D: ἀκ. [[χόνδρος]], ὁ κρικοειδὴς τοῦ λάρυγγος [[χόνδρος]], Greenhill Θεόφιλ. σ. 110. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne désigne, qu’on ne peut désigner par aucun nom.<br />'''Étymologie:''' ἀ, κατονομάζω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A nameless, ποιότης Epicur.Fr.314, cf. D.H. Comp.21, Archig. ap. Gal.8.592; θεός Ph. 1.630, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατονόμαστος: -ον, = ἀνώνυμος, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 898D: ἀκ. χόνδρος, ὁ κρικοειδὴς τοῦ λάρυγγος χόνδρος, Greenhill Θεόφιλ. σ. 110.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne désigne, qu’on ne peut désigner par aucun nom.
Étymologie: ἀ, κατονομάζω.