ἀλάβαστος: Difference between revisions
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλάβαστος''': [ᾰλᾰ-], ὁ, [[ἀγγεῖον]] ἐξ ἀλαβάστρου, (πρβλ. [[ἀλαβαστίτης]]), Ἡρόδ. 3. 20., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1053, Κράτης, 2. 6, Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1, ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 4. Ἐν τοῖς μνημομευθεῖσι χωρίοις τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων διατηροῦσι τὸν τύπον [[ἀλάβαστος]], τὸ ὁποῖον ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ [[ἀρχαῖος]] καὶ ὀρθὸς [[τύπος]] ἐν Α. Β. 206, Φωτ. Λεξ. ἐν λέξ. λήκυθον. Ὁ [[ἕτερος]] [[τύπος]] [[ἀλάβαστρος]] ἀπαντᾷ ἐν τῇ [[κοινῇ]] διαλέκτῳ ὡς παρὰ τοῖς Ἑβδ., Κ. Δ., Πλουτ., κτλ., Δωρ., αἰτ. πληθ.· - ἀλαβάστρως, Καλλ. Λουτρὰ Παλλάδος, 15: - οὐδέτερ. ἀλάβαστρον ἀπαντᾷ ἐν τῇ Κ. Δ., πληθ. ἀλάβαστρα ἢ -τα, ἐν Θεοκρ. 15. 114, Ἀνθ. Π. 9. 153. | |lstext='''ἀλάβαστος''': [ᾰλᾰ-], ὁ, [[ἀγγεῖον]] ἐξ ἀλαβάστρου, (πρβλ. [[ἀλαβαστίτης]]), Ἡρόδ. 3. 20., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1053, Κράτης, 2. 6, Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1, ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 4. Ἐν τοῖς μνημομευθεῖσι χωρίοις τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων διατηροῦσι τὸν τύπον [[ἀλάβαστος]], τὸ ὁποῖον ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ [[ἀρχαῖος]] καὶ ὀρθὸς [[τύπος]] ἐν Α. Β. 206, Φωτ. Λεξ. ἐν λέξ. λήκυθον. Ὁ [[ἕτερος]] [[τύπος]] [[ἀλάβαστρος]] ἀπαντᾷ ἐν τῇ [[κοινῇ]] διαλέκτῳ ὡς παρὰ τοῖς Ἑβδ., Κ. Δ., Πλουτ., κτλ., Δωρ., αἰτ. πληθ.· - ἀλαβάστρως, Καλλ. Λουτρὰ Παλλάδος, 15: - οὐδέτερ. ἀλάβαστρον ἀπαντᾷ ἐν τῇ Κ. Δ., πληθ. ἀλάβαστρα ἢ -τα, ἐν Θεοκρ. 15. 114, Ἀνθ. Π. 9. 153. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att. réc. c.</i> [[ἀλάβαστρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰλᾰ-] or ἄλᾰβ-στρος, ὁ (ἡ, v.l. in
A Ev Marc.14.3), globular vase without handles for holding perfumes, often made of alabaster, Hdt.3.20, Ar.Ach.1053, Crates Com.15.6, Alex.62,143, etc. (ἀλάβαστος (or -ον) is the earlier Att. form, SIG102, cf. Ael.Dion.Fr.31, Men.990: Dor. acc. pl. ἀλαβάστρως Call.Lav.Pall.15) :—neut. ἀλάβαστρον IG2.745B4, 11(2).161B9 (Delos, iii B. C.), LXX 4 Ki.21.13 (cod. A), v.l. in Ev.Marc.14.3: pl. ἀλάβαστρα or -τα Theoc.15.114, AP9.153 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 88] ὁ, nach VLL. die att. Form für ἀλάβαστρος, Ar. Ach. 1017; Ath. VIII, 365 d; auch τὸ ἀλάβαστον, Men. bei Eust. 1161.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάβαστος: [ᾰλᾰ-], ὁ, ἀγγεῖον ἐξ ἀλαβάστρου, (πρβλ. ἀλαβαστίτης), Ἡρόδ. 3. 20., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1053, Κράτης, 2. 6, Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1, ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 4. Ἐν τοῖς μνημομευθεῖσι χωρίοις τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων διατηροῦσι τὸν τύπον ἀλάβαστος, τὸ ὁποῖον ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ ἀρχαῖος καὶ ὀρθὸς τύπος ἐν Α. Β. 206, Φωτ. Λεξ. ἐν λέξ. λήκυθον. Ὁ ἕτερος τύπος ἀλάβαστρος ἀπαντᾷ ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ ὡς παρὰ τοῖς Ἑβδ., Κ. Δ., Πλουτ., κτλ., Δωρ., αἰτ. πληθ.· - ἀλαβάστρως, Καλλ. Λουτρὰ Παλλάδος, 15: - οὐδέτερ. ἀλάβαστρον ἀπαντᾷ ἐν τῇ Κ. Δ., πληθ. ἀλάβαστρα ἢ -τα, ἐν Θεοκρ. 15. 114, Ἀνθ. Π. 9. 153.
French (Bailly abrégé)
att. réc. c. ἀλάβαστρος.