ἄλλιστος: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄλλιστος''': -ον, Ἐπ. ἀντὶ ἄλιστος, ([[λίσσομαι]]) [[ἀδυσώπητος]], [[Ἅιδης]], Ἐμπεδ. Ἀποσπ. 50 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), Ἀνθ. Π. 7. 643. | |lstext='''ἄλλιστος''': -ον, Ἐπ. ἀντὶ ἄλιστος, ([[λίσσομαι]]) [[ἀδυσώπητος]], [[Ἅιδης]], Ἐμπεδ. Ἀποσπ. 50 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), Ἀνθ. Π. 7. 643. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />inexorable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[λίσσομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, Ep. for ἄλιστος, (λίσσομαι)
A inexorable, Ἅιδης AP7.643 (Crin.), IG14.1909.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλλιστος: -ον, Ἐπ. ἀντὶ ἄλιστος, (λίσσομαι) ἀδυσώπητος, Ἅιδης, Ἐμπεδ. Ἀποσπ. 50 (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀνθ. Π. 7. 643.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inexorable.
Étymologie: ἀ, λίσσομαι.