ἁλιευτικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλιευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἁλιείαν, ἁλ. [[πλοῖον]], Ξεν. Ἀν. 7.1, 20· ἁλ. κάλαμος, χρησιμεύων πρὸς πρόσδεσιν τῆς ὁρμιᾶς, Ἀριστ. Μορ. Ζ. 4. 12, 11· ἁλ. [[βίος]], ὁ [[βίος]] τοῦ ἁλιέως, ὁ αὐτ. Πολ. 1.8, 8: - ἡ -κὴ ([[μετὰ]] ἢ [[ἄνευ]] τοῦ [[τέχνη]]) ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἁλιεύειν, Πλάτ. Ἴων 538D, Σοφ. 220Β· τὰ Ἀλιευτικά, [[ποίημα]] τοῦ Ὀππιανοῦ περὶ ἁλιείας. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀσχολούμενος εἰς ἁλιείαν, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 21.
|lstext='''ἁλιευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἁλιείαν, ἁλ. [[πλοῖον]], Ξεν. Ἀν. 7.1, 20· ἁλ. κάλαμος, χρησιμεύων πρὸς πρόσδεσιν τῆς ὁρμιᾶς, Ἀριστ. Μορ. Ζ. 4. 12, 11· ἁλ. [[βίος]], ὁ [[βίος]] τοῦ ἁλιέως, ὁ αὐτ. Πολ. 1.8, 8: - ἡ -κὴ ([[μετὰ]] ἢ [[ἄνευ]] τοῦ [[τέχνη]]) ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἁλιεύειν, Πλάτ. Ἴων 538D, Σοφ. 220Β· τὰ Ἀλιευτικά, [[ποίημα]] τοῦ Ὀππιανοῦ περὶ ἁλιείας. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀσχολούμενος εἰς ἁλιείαν, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 21.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de pêche, de pêcheur.<br />'''Étymologie:''' [[ἁλιεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιευτικός Medium diacritics: ἁλιευτικός Low diacritics: αλιευτικός Capitals: ΑΛΙΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: halieutikós Transliteration B: halieutikos Transliteration C: alieftikos Beta Code: a(lieutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for fishing, ἁ. πλοῖον fishing-boat, X.An.7.1.20; ἁ.κάλαμος fishing-rod, Arist.PA693a23; ἁ. βίος fisher's life, Id.Pol.1256b2:—ἡ -κή (with or without τέχνη) art of fishing, Pl.Ion538d, Sph.220b; Ἁλιευτικά, τά, title of poem by Opp. on this subject; ἁλιευτικόν, τό, the fishing population, Arist. Pol.1291b22.

German (Pape)

[Seite 96] zum Fischen gehörig, τέχνη Plat. Ion 538 d; ohne τέχνη, ἡ, Soph. 220 b; βίος Arist. Pol. 1, 8; πλοῖον, Fischerkahn, der τριήρης entgegengesetzt; ἁλιευτικά, sc. βιβλία, Bücher über den Fischfang, Lehrgedicht des Oppian.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἁλιείαν, ἁλ. πλοῖον, Ξεν. Ἀν. 7.1, 20· ἁλ. κάλαμος, χρησιμεύων πρὸς πρόσδεσιν τῆς ὁρμιᾶς, Ἀριστ. Μορ. Ζ. 4. 12, 11· ἁλ. βίος, ὁ βίος τοῦ ἁλιέως, ὁ αὐτ. Πολ. 1.8, 8: - ἡ -κὴ (μετὰἄνευ τοῦ τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ ἁλιεύειν, Πλάτ. Ἴων 538D, Σοφ. 220Β· τὰ Ἀλιευτικά, ποίημα τοῦ Ὀππιανοῦ περὶ ἁλιείας. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀσχολούμενος εἰς ἁλιείαν, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 21.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de pêche, de pêcheur.
Étymologie: ἁλιεύω.