ἀμετάθετος: Difference between revisions
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμετάθετος''': -ον, ὁ μὴ μετατιθέμενος, [[ἀμετάβλητος]], [[ἀναλλοίωτος]], [[σταθερός]], Πολύβ. 2. 32, 5, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ. Εὐμαθ. | |lstext='''ἀμετάθετος''': -ον, ὁ μὴ μετατιθέμενος, [[ἀμετάβλητος]], [[ἀναλλοίωτος]], [[σταθερός]], Πολύβ. 2. 32, 5, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ. Εὐμαθ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />immuable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μετατίθημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unalterable, immutable, κατάληψις, of knowledge, Zeno Stoic.1.20; of fate, Chrysipp.ib.2.264, cf. Plb.30.17.2; ἀκίνητα καὶ ἀ. OGI331 (Pergam.), etc. Adv. -τως, διακεῖσθαι D.S.1.83, cf. Ascl.in Metaph. 22.6. 2 Gramm., not inflected, A.D.Synt.322.1.
German (Pape)
[Seite 122] (nicht umzusetzen), unveränderlich, fest, Polyb. διάληψις, Entscheidung, 30, 17, 2 u. öfter; πίστις D. Sic. 1, 23. – Adv. -τως, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάθετος: -ον, ὁ μὴ μετατιθέμενος, ἀμετάβλητος, ἀναλλοίωτος, σταθερός, Πολύβ. 2. 32, 5, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ. Εὐμαθ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
immuable.
Étymologie: ἀ, μετατίθημι.