ἀμφιλέγω: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιλέγω''': φιλονεικῶ, συζητῶ [[περί]] τινος, τι Ξεν. Ἀν. 1. 5, 11: ἑπομένου μή ..., φιλονεικῶ, ἀμφισβητῶ, [[ἀμφιβάλλω]] εἰ πράγματι ἔχει [[οὕτως]], ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 12. | |lstext='''ἀμφιλέγω''': φιλονεικῶ, συζητῶ [[περί]] τινος, τι Ξεν. Ἀν. 1. 5, 11: ἑπομένου μή ..., φιλονεικῶ, ἀμφισβητῶ, [[ἀμφιβάλλω]] εἰ πράγματι ἔχει [[οὕτως]], ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=disputer sur, acc. ; ἀ. [[μή]] [[τι]] [[εἶναι]] contester <i>ou</i> douter qu’une chose soit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[λέγω]]³. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. ἀμφιλλ-,
A dispute about, τι X.An. 1.5.11; χώρας ἇς ἀμφέλλεγον IG4.926 (Epid.):—Pass., τὰ ἀμφιλλεγόμενα GDI5149 (Cret.). 2 foll. by μή... dispute, question that a thing is, X.Ap. 12: abs., dispute, αἴ κ' ἀμφιλλέγωντι τοὶ ταγοί GDI2561A42.
German (Pape)
[Seite 140] 1) nach beiden Seiten hin reden, streiten, Xen. An. 1, 5, 11: τί, über etwas. – 2) zweifeln, βρονταῖς (andere βροντάς) ἀμφιλέξει τις ἢ μὴ φωνεῖν ἢ μὴ οἰωνιστήριον εἶναι Xen. Apol. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιλέγω: φιλονεικῶ, συζητῶ περί τινος, τι Ξεν. Ἀν. 1. 5, 11: ἑπομένου μή ..., φιλονεικῶ, ἀμφισβητῶ, ἀμφιβάλλω εἰ πράγματι ἔχει οὕτως, ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 12.
French (Bailly abrégé)
disputer sur, acc. ; ἀ. μή τι εἶναι contester ou douter qu’une chose soit.
Étymologie: ἀμφί, λέγω³.