ἀναγνωρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναγνωρίζω''': ὡς καὶ παρ᾿ ἡμῖν, Πλάτ. Πολιτ. 258Α, Παρμ. 127Α, καὶ ἀλλ.: - Μέσ., Ἀπολλόδ. 3. 5, 5. 2) ἐν τῇ τραγωδίᾳ, [[ἀναγνωρίζω]], [[λαμβάνω]] γνῶσιν προσώπου ἐν τοιαύτῃ περιπετείᾳ [[ὥστε]] ἐξ αὐτῆς νὰ πηγάζῃ ἡ [[λύσις]] τῆς πλοκῆς τοῦ δράματος, Ἀριστ. Ποιητ. 14, 13 κἑξ. 17, 6: ‒ - ἐν 16 φαίνεται ὅτι ἔχει ἐνεργητικὴν σημασίαν, καθιστῶ τινα γνωστόν. ΙΙ. δι᾿ ἐπαγωγῆς, [[λαμβάνω]] γνῶσιν πράγματος τινος ὡς εἰ ἐγνώριζον αὐτὸ πρότερον, ὁ αὐτ. Ἀν. Πρ. 2. 21, 7· πρβλ. Πλάτ. Μένων 81C.
|lstext='''ἀναγνωρίζω''': ὡς καὶ παρ᾿ ἡμῖν, Πλάτ. Πολιτ. 258Α, Παρμ. 127Α, καὶ ἀλλ.: - Μέσ., Ἀπολλόδ. 3. 5, 5. 2) ἐν τῇ τραγωδίᾳ, [[ἀναγνωρίζω]], [[λαμβάνω]] γνῶσιν προσώπου ἐν τοιαύτῃ περιπετείᾳ [[ὥστε]] ἐξ αὐτῆς νὰ πηγάζῃ ἡ [[λύσις]] τῆς πλοκῆς τοῦ δράματος, Ἀριστ. Ποιητ. 14, 13 κἑξ. 17, 6: ‒ - ἐν 16 φαίνεται ὅτι ἔχει ἐνεργητικὴν σημασίαν, καθιστῶ τινα γνωστόν. ΙΙ. δι᾿ ἐπαγωγῆς, [[λαμβάνω]] γνῶσιν πράγματος τινος ὡς εἰ ἐγνώριζον αὐτὸ πρότερον, ὁ αὐτ. Ἀν. Πρ. 2. 21, 7· πρβλ. Πλάτ. Μένων 81C.
}}
{{bailly
|btext=reconnaître.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[γνωρίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγνωρίζω Medium diacritics: ἀναγνωρίζω Low diacritics: αναγνωρίζω Capitals: ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΩ
Transliteration A: anagnōrízō Transliteration B: anagnōrizō Transliteration C: anagnorizo Beta Code: a)nagnwri/zw

English (LSJ)

   A recognize, Pl.Plt.258a, Prm.127a, al.:—Med.,Apollod. 3.5.5: Pass., LXX Ge.45.1.    2 in a tragedy, recognize or come to the knowledge of a person or thing, so as to produce a dénouement, Arist.Po.1452a36, al.    b reveal oneself, make oneself known, ib. 1452b5, al.    c causal, cause to recognize, reveal oneself to, D.S.4.59.    3 recognize a rule in a new instance, Arist.APr.67a24.

German (Pape)

[Seite 184] wiedererkennen, Plat., z. B. Lach. 181 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγνωρίζω: ὡς καὶ παρ᾿ ἡμῖν, Πλάτ. Πολιτ. 258Α, Παρμ. 127Α, καὶ ἀλλ.: - Μέσ., Ἀπολλόδ. 3. 5, 5. 2) ἐν τῇ τραγωδίᾳ, ἀναγνωρίζω, λαμβάνω γνῶσιν προσώπου ἐν τοιαύτῃ περιπετείᾳ ὥστε ἐξ αὐτῆς νὰ πηγάζῃ ἡ λύσις τῆς πλοκῆς τοῦ δράματος, Ἀριστ. Ποιητ. 14, 13 κἑξ. 17, 6: ‒ - ἐν 16 φαίνεται ὅτι ἔχει ἐνεργητικὴν σημασίαν, καθιστῶ τινα γνωστόν. ΙΙ. δι᾿ ἐπαγωγῆς, λαμβάνω γνῶσιν πράγματος τινος ὡς εἰ ἐγνώριζον αὐτὸ πρότερον, ὁ αὐτ. Ἀν. Πρ. 2. 21, 7· πρβλ. Πλάτ. Μένων 81C.

French (Bailly abrégé)

reconnaître.
Étymologie: ἀνά, γνωρίζω.