ἀντίδορος: Difference between revisions

From LSJ
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίδορος''': -ον, (δορὰ) ὁ ἀντὶ δορᾶς ἔχων [[ἄλλο]] τι [[κάλυμμα]], [[κάρυον]] χλωρῆς [[ἀντίδωρον]] λεπίδος Ἀνθ. Π. 6. 22.
|lstext='''ἀντίδορος''': -ον, (δορὰ) ὁ ἀντὶ δορᾶς ἔχων [[ἄλλο]] τι [[κάλυμμα]], [[κάρυον]] χλωρῆς [[ἀντίδωρον]] λεπίδος Ἀνθ. Π. 6. 22.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />recouvert comme d’une peau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[δορά]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίδορος Medium diacritics: ἀντίδορος Low diacritics: αντίδορος Capitals: ΑΝΤΙΔΟΡΟΣ
Transliteration A: antídoros Transliteration B: antidoros Transliteration C: antidoros Beta Code: a)nti/doros

English (LSJ)

ον, (δορά)

   A instead of skin, κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος with a green husk as integument, AP6.22 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 251] (δορά), wie mit einer Haut bekleidet, Zon. 3 (VI, 22) κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίδορος: -ον, (δορὰ) ὁ ἀντὶ δορᾶς ἔχων ἄλλο τι κάλυμμα, κάρυον χλωρῆς ἀντίδωρον λεπίδος Ἀνθ. Π. 6. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recouvert comme d’une peau.
Étymologie: ἀντί, δορά.