ποικιλόθρονος: Difference between revisions
From LSJ
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποικῐλόθρονος''': -ον, ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου πλουσίως πεποικιλμένου, Ἀφροδίτα Σαπφὼ 1˙ ἀλλ’ ὁ Wustmaun ἐν τῷ Rhein. Mus. 23, 238, εὑρίσκει ἐν τῷ -θρονος τὸ Ὁμηρικὸν θρόνα, «κεντήματα». | |lstext='''ποικῐλόθρονος''': -ον, ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου πλουσίως πεποικιλμένου, Ἀφροδίτα Σαπφὼ 1˙ ἀλλ’ ὁ Wustmaun ἐν τῷ Rhein. Mus. 23, 238, εὑρίσκει ἐν τῷ -θρονος τὸ Ὁμηρικὸν θρόνα, «κεντήματα». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui siège sur un trône de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[θρόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A on richly-worked throne, Ἀφροδίτα Sapph.1 (v.l. ποικιλόφρον').
German (Pape)
[Seite 650] auf buntem, mannichfach verziertem Sitze thronend, Sappho 1, 1, Ἀφροδίτη.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόθρονος: -ον, ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου πλουσίως πεποικιλμένου, Ἀφροδίτα Σαπφὼ 1˙ ἀλλ’ ὁ Wustmaun ἐν τῷ Rhein. Mus. 23, 238, εὑρίσκει ἐν τῷ -θρονος τὸ Ὁμηρικὸν θρόνα, «κεντήματα».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui siège sur un trône de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, θρόνος.