ἀνίερος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνίερος''': -ον, ὁ μὴ [[ἱερός]], μὴ ἡγιασμένος, [[βέβηλος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 220. 770, Ἱκ. 757· [[ἀνίερος]] ἀθύτων πελάνων, μὴ [[ἱερός]], [[βέβηλος]] [[ἕνεκα]] τῶν μὴ προσενεχθεισῶν θυσιῶν, Εὐρ. Ἱππ. 147· ἅπαντα λυρικὰ χωρία. ΙΙ. ὁ μὴ καθιερωρείς, Πλάτ. Πολ. 461Β.
|lstext='''ἀνίερος''': -ον, ὁ μὴ [[ἱερός]], μὴ ἡγιασμένος, [[βέβηλος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 220. 770, Ἱκ. 757· [[ἀνίερος]] ἀθύτων πελάνων, μὴ [[ἱερός]], [[βέβηλος]] [[ἕνεκα]] τῶν μὴ προσενεχθεισῶν θυσιῶν, Εὐρ. Ἱππ. 147· ἅπαντα λυρικὰ χωρία. ΙΙ. ὁ μὴ καθιερωρείς, Πλάτ. Πολ. 461Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non consacré.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἱερός]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐερος Medium diacritics: ἀνίερος Low diacritics: ανίερος Capitals: ΑΝΙΕΡΟΣ
Transliteration A: aníeros Transliteration B: anieros Transliteration C: anieros Beta Code: a)ni/eros

English (LSJ)

ον,

   A unholy, unhallowed, A.Ag. 220,769, Supp.757; ἀνίερος ἀθύτων πελάνων unhallowed because of the unoffered sacrifices, E.Hipp.146 (all lyr. passages); of a child born out of wedlock, Pl.R.461b.    II receiving no victims, Ἄρης E.Fr.992 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 236] unheilig, Aesch. Ag. 213. 746; δαίμων Suppl. 738 u. sonst; τύχη, Unglück, B. A. 13; νόθος καὶ ἀν. παῖς Plat. Rep. V, 461 b, nicht durch heilige Gebräuche geweiht.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίερος: -ον, ὁ μὴ ἱερός, μὴ ἡγιασμένος, βέβηλος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 220. 770, Ἱκ. 757· ἀνίερος ἀθύτων πελάνων, μὴ ἱερός, βέβηλος ἕνεκα τῶν μὴ προσενεχθεισῶν θυσιῶν, Εὐρ. Ἱππ. 147· ἅπαντα λυρικὰ χωρία. ΙΙ. ὁ μὴ καθιερωρείς, Πλάτ. Πολ. 461Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non consacré.
Étymologie: ἀ, ἱερός.