ἀντέρεισις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντέρεισις''': -εως, ἡ, τὸ ἐρείδειν τι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἀντίστασις]], ἀντιπίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817: ἰδίως τὸ [[ὑπομόχλιον]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν τοποθέτησιν ὀστοῦ τινος τεθραυσμένου, [[αὐτόθι]] 780· κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 2· λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος, διὰ τῆς ἀντιστάσεως [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Λύσανδρ. 12: ― ἄπωσις, ὁ αὐτ. 2. 396Α.
|lstext='''ἀντέρεισις''': -εως, ἡ, τὸ ἐρείδειν τι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἀντίστασις]], ἀντιπίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817: ἰδίως τὸ [[ὑπομόχλιον]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν τοποθέτησιν ὀστοῦ τινος τεθραυσμένου, [[αὐτόθι]] 780· κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 2· λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος, διὰ τῆς ἀντιστάσεως [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Λύσανδρ. 12: ― ἄπωσις, ὁ αὐτ. 2. 396Α.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />résistance d’une chose appuyée sur une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντερείδω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντέρεισις Medium diacritics: ἀντέρεισις Low diacritics: αντέρεισις Capitals: ΑΝΤΕΡΕΙΣΙΣ
Transliteration A: antéreisis Transliteration B: antereisis Transliteration C: antereisis Beta Code: a)nte/reisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A thrusting against, resistance, Hp.Art. 50; esp. the fulcrum or resistance used in reducing a dislocation, ib. 2; of joints, Arist.IA705a14; λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος by its resistance, Plu.Lys.12; forward pressure, Ael.Tact.18.8; repulsion, Plu.2.396a, cf. Ph.1.153, Plot.4.3.26(pl.).    II Rhet., buttressing, mutual support, of clauses in a period, Demetr.Eloc.12.

German (Pape)

[Seite 247] ἡ, das Entgegenstämmen, Hippocr.; Plut. Num. 9 u. oft, der Widerstand.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντέρεισις: -εως, ἡ, τὸ ἐρείδειν τι ἐναντίον τινός, ἀντίστασις, ἀντιπίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817: ἰδίως τὸ ὑπομόχλιον ἐν χρήσει κατὰ τὴν τοποθέτησιν ὀστοῦ τινος τεθραυσμένου, αὐτόθι 780· κατὰ τὸ βάδισμα, Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 2· λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος, διὰ τῆς ἀντιστάσεως αὐτοῦ, Πλουτ. Λύσανδρ. 12: ― ἄπωσις, ὁ αὐτ. 2. 396Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
résistance d’une chose appuyée sur une autre.
Étymologie: ἀντερείδω.