περίτριμμα: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίτριμμα''': τό, [[πρᾶγμα]] διὰ τῆς τριβῆς λεανθέν· μεταφορ., π. δικῶν, δικηγορίσκος εἰς μικρὰς ὑποθέσεις ἀσχολούμενος καὶ [[παμπόνηρος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 447· π. ἀγορᾶς Δημ. 269.19· πρβλ. [[ἐπίτριμμα]], [[ἐπίτριπτος]],
|lstext='''περίτριμμα''': τό, [[πρᾶγμα]] διὰ τῆς τριβῆς λεανθέν· μεταφορ., π. δικῶν, δικηγορίσκος εἰς μικρὰς ὑποθέσεις ἀσχολούμενος καὶ [[παμπόνηρος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 447· π. ἀγορᾶς Δημ. 269.19· πρβλ. [[ἐπίτριμμα]], [[ἐπίτριπτος]],
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />chose usée tout autour ; <i>fig.</i> ἀγορᾶς DÉM pilier de place publique <i>en parl. d’un flâneur ou d’un intrigant</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περιτρίβω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτριμμα Medium diacritics: περίτριμμα Low diacritics: περίτριμμα Capitals: ΠΕΡΙΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: perítrimma Transliteration B: peritrimma Transliteration C: peritrimma Beta Code: peri/trimma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything worn smooth by rubbing: metaph., π. δικῶν, of a pettifogger, Ar.Nu.447 ; π. ἀγορᾶς D.18.127 ; π. πραγμάτων Com.Adesp.889.    II Medic., preparation for rubbing in, Crito ap.Gal.12.447.

German (Pape)

[Seite 597] τό, das Abgeriebene, übertr., ein durchtriebener Mensch, bes. ein Sykophant, ränkevoller Rechtsgelehrter, δικῶν, Ar. Nubb. 446, wie Dem. 18, 127 den Aeschines περίτριμμα ἀγορᾶς nennt.

Greek (Liddell-Scott)

περίτριμμα: τό, πρᾶγμα διὰ τῆς τριβῆς λεανθέν· μεταφορ., π. δικῶν, δικηγορίσκος εἰς μικρὰς ὑποθέσεις ἀσχολούμενος καὶ παμπόνηρος, Ἀριστοφ. Νεφ. 447· π. ἀγορᾶς Δημ. 269.19· πρβλ. ἐπίτριμμα, ἐπίτριπτος,

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
chose usée tout autour ; fig. ἀγορᾶς DÉM pilier de place publique en parl. d’un flâneur ou d’un intrigant.
Étymologie: περιτρίβω.