ἀποθρύπτω: Difference between revisions
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποθρύπτω''': μέλλ. -ψω, [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια, κατασυντρίβω, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 3. 7, 23: ― μεταφ., [[συντρίβω]] τὸ [[πνεῦμα]], [[ἐκνευρίζω]], [[ἐκθηλύνω]], τὰς ψυχὰς ξυγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Πλάτ. Πολ. 495Ε, πρβλ. Henist. καὶ Ruhnk. Τίμ. | |lstext='''ἀποθρύπτω''': μέλλ. -ψω, [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια, κατασυντρίβω, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 3. 7, 23: ― μεταφ., [[συντρίβω]] τὸ [[πνεῦμα]], [[ἐκνευρίζω]], [[ἐκθηλύνω]], τὰς ψυχὰς ξυγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Πλάτ. Πολ. 495Ε, πρβλ. Henist. καὶ Ruhnk. Τίμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=amollir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[θρύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
A crush, crumble to pieces, J.BJ3.7.23: metaph., break in spirit, enervate, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Pl. R.495e.
German (Pape)
[Seite 303] ganz zerreiben, verweichlichen, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι καὶ ἀποτεθρυμμένοι Plat. Rep. VI, 495 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθρύπτω: μέλλ. -ψω, συντρίβω εἰς τεμάχια, κατασυντρίβω, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 3. 7, 23: ― μεταφ., συντρίβω τὸ πνεῦμα, ἐκνευρίζω, ἐκθηλύνω, τὰς ψυχὰς ξυγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Πλάτ. Πολ. 495Ε, πρβλ. Henist. καὶ Ruhnk. Τίμ.