ῥωγμή: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥωγμή''': ἡ, = ῥωγή, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898· ῥ. ξύλου, χαραγματιά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 4, πρβλ. 5. 28, 4· [[ὡσαύτως]] ῥωγμός, ὁ, Βίωνος Ἀποσπ. 15. | |lstext='''ῥωγμή''': ἡ, = ῥωγή, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898· ῥ. ξύλου, χαραγματιά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 4, πρβλ. 5. 28, 4· [[ὡσαύτως]] ῥωγμός, ὁ, Βίωνος Ἀποσπ. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />déchirure, fente, crevasse.<br />'''Étymologie:''' [[ῥήγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,= ῥωγή,
A fracture, Hp.VC3; ῥ. ξύλου cleft, Arist.HA 614b15, cf. 556a5.
German (Pape)
[Seite 854] ἡ, = ῥωγμός, ξύλου, Arist. H. A. 9, 9; Plut. Symp. 4, 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ῥωγμή: ἡ, = ῥωγή, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898· ῥ. ξύλου, χαραγματιά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 4, πρβλ. 5. 28, 4· ὡσαύτως ῥωγμός, ὁ, Βίωνος Ἀποσπ. 15.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
déchirure, fente, crevasse.
Étymologie: ῥήγνυμι.