λάπτω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάπτω''': μέλλ. ψω, Ἰλ., (ἀπο-) Ἀριστοφ. Νεφ. 811· ἀόρ. ἔλαψα Ποιητ. παρ’ Ἀπολλοδ. 3. 4, 4, (ἐξ-) Ἀριστοφ. Ἀχ. 1229· πρκμ. λέλᾰφα ὁ αὐτ. εἰς Ἀποσπ. 492. - Μέσ. (ἴδε κατωτ.)· μέλλ. λάψομαι (ἐκ-) ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 885· ἀόρ. ἐλαψάμην Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 17. (Ἐκ τῆς √ΛΑΠ παράγεται [[ὡσαύτως]] τὸ [[λάπτης]]· πρβλ. Λατ. lamb-o (παρεντιθεμένου τοῦ m), lab-rum, labium· Ἀρχ. Γερμ. lef-sa ([[χεῖλος]])· λιθ. lùp-a ([[χεῖλος]], lip)· - ἡ [[ῥίζα]] γίνεται ΛΑΦ ἐν τῷ λαφύσσω, πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. laffan (Ἀγγλ. to lap).) Πίνω [[ὕδωρ]] διὰ τῆς γλώσσης, ἐπὶ λύκων, λάψοντες γλώσσῃσιν... [[μέλαν]] [[ὕδωρ]] Ἰλ. Π. 161· ἐπὶ κυνῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 247, Πλούτ. 2. 971Α· πίνει τὰ καρχαρόδοντα λάπτοντα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1· τῇ γλώσσῃ λ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 53, πρβλ. [[κάπτω]]. 2) [[πίνω]] ἀπλήστως, [[πίνω]], ῥοφῶ, [[αἷμα]] λέλαφας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 492· [[οἶνον]] Ἀθήν. 443Ε· καπνὸν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ λεπαστὴν λαψάμενος, [[καταπίνω]], Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 17. - Παρ’ Ἀθην. 363Α λαπάττειν διορθωτέον ἀντὶ λάπτειν, ἐκτὸς ἂν θεωρηθῇ ὡς [[σφάλμα]] τοῦ συγγραφέως, ὡς παρ’ Εὐστ. 1413. 3.
|lstext='''λάπτω''': μέλλ. ψω, Ἰλ., (ἀπο-) Ἀριστοφ. Νεφ. 811· ἀόρ. ἔλαψα Ποιητ. παρ’ Ἀπολλοδ. 3. 4, 4, (ἐξ-) Ἀριστοφ. Ἀχ. 1229· πρκμ. λέλᾰφα ὁ αὐτ. εἰς Ἀποσπ. 492. - Μέσ. (ἴδε κατωτ.)· μέλλ. λάψομαι (ἐκ-) ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 885· ἀόρ. ἐλαψάμην Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 17. (Ἐκ τῆς √ΛΑΠ παράγεται [[ὡσαύτως]] τὸ [[λάπτης]]· πρβλ. Λατ. lamb-o (παρεντιθεμένου τοῦ m), lab-rum, labium· Ἀρχ. Γερμ. lef-sa ([[χεῖλος]])· λιθ. lùp-a ([[χεῖλος]], lip)· - ἡ [[ῥίζα]] γίνεται ΛΑΦ ἐν τῷ λαφύσσω, πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. laffan (Ἀγγλ. to lap).) Πίνω [[ὕδωρ]] διὰ τῆς γλώσσης, ἐπὶ λύκων, λάψοντες γλώσσῃσιν... [[μέλαν]] [[ὕδωρ]] Ἰλ. Π. 161· ἐπὶ κυνῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 247, Πλούτ. 2. 971Α· πίνει τὰ καρχαρόδοντα λάπτοντα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1· τῇ γλώσσῃ λ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 53, πρβλ. [[κάπτω]]. 2) [[πίνω]] ἀπλήστως, [[πίνω]], ῥοφῶ, [[αἷμα]] λέλαφας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 492· [[οἶνον]] Ἀθήν. 443Ε· καπνὸν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ λεπαστὴν λαψάμενος, [[καταπίνω]], Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 17. - Παρ’ Ἀθην. 363Α λαπάττειν διορθωτέον ἀντὶ λάπτειν, ἐκτὸς ἂν θεωρηθῇ ὡς [[σφάλμα]] τοῦ συγγραφέως, ὡς παρ’ Εὐστ. 1413. 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> λάψω, <i>ao.</i> ἔλαψα, <i>pf.</i> λέλαφα;<br />lécher avec la langue, laper.<br />'''Étymologie:''' R. Λαπ, lécher ; cf. <i>lat.</i> labrum.
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάπτω Medium diacritics: λάπτω Low diacritics: λάπτω Capitals: ΛΑΠΤΩ
Transliteration A: láptō Transliteration B: laptō Transliteration C: lapto Beta Code: la/ptw

English (LSJ)

fut. -ψω Il.16.161, (ἀπο-) Ar.Nu.811: aor.

   A ἔλαψα Epic. Alex.Adesp. 1.10, LXX Jd.7.5, (ἐξ-) Ar.Ach.1229: pf. λέλᾰφα Id.Fr. 598:—Med., fut. λάψομαι (ἐκ-) Id.Pax885: aor. ἐλαψάμην Pherecr. 95:—lap with the tongue, of wolves, λάψοντες γλώσσῃσιν . . μέλαν ὕδωρ Il.l.c., cf. LXX l.c., Plu.2.971a; πίνει τὰ καρχαρόδοντα λάπτοντα Arist.HA595a7; τῇ γλώττῃ λ. Ael.NA6.53; cf. κάπτω.    2 drink greedily, αἷμα λέλαφας Ar.Fr.l.c., cf. Epic.Alex.Adesp.l.c.; οἶνον Ath. 10.443e:—also in Med., λεπαστὴν λαψαμένοις gulp down, Pherecr. l.c.—In Ath.8.363a λαπάττειν shd. be restored for λάπτειν, unless it was an error of the writer, as in Eust.1413.3.

German (Pape)

[Seite 16] (VL. erkl. τῇ γλώττῃ πιεῖν), schlappen, mit hohler Zunge lecken u. saufen, wie Hunde u. Katzen, Arist. A. H. 8, 6 u. Ael. N. A. 6, 53; so von Wölfen, λάψοντες γλώσσῃσιν ὕδωρ, Il. 16, 161; vom Hunde, τὸ αἱμα λάπτουσι προθύμως, Plut. Sol. an. 16. – Uebh. gierig trinken, schlürfen, τὸ δ' αἱμα λέλαφας τοὐμόν, Ar. bei Ath. XI, 485 e, der es ἀθρόως πιεῖν erklärt, u. med., λεπαστήν, austrinken, XI, 485 a, aus Phereer.; Sp. sagten auch λάπτειν τινός. – Auch = λαπάζειν, ausleeren, soll es gebraucht sein, vgl. Ath. VIII, 363 a, wenn nicht mit Dindorf λαπάπτειν zu lesen ist.

Greek (Liddell-Scott)

λάπτω: μέλλ. ψω, Ἰλ., (ἀπο-) Ἀριστοφ. Νεφ. 811· ἀόρ. ἔλαψα Ποιητ. παρ’ Ἀπολλοδ. 3. 4, 4, (ἐξ-) Ἀριστοφ. Ἀχ. 1229· πρκμ. λέλᾰφα ὁ αὐτ. εἰς Ἀποσπ. 492. - Μέσ. (ἴδε κατωτ.)· μέλλ. λάψομαι (ἐκ-) ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 885· ἀόρ. ἐλαψάμην Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 17. (Ἐκ τῆς √ΛΑΠ παράγεται ὡσαύτως τὸ λάπτης· πρβλ. Λατ. lamb-o (παρεντιθεμένου τοῦ m), lab-rum, labium· Ἀρχ. Γερμ. lef-sa (χεῖλος)· λιθ. lùp-a (χεῖλος, lip)· - ἡ ῥίζα γίνεται ΛΑΦ ἐν τῷ λαφύσσω, πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. laffan (Ἀγγλ. to lap).) Πίνω ὕδωρ διὰ τῆς γλώσσης, ἐπὶ λύκων, λάψοντες γλώσσῃσιν... μέλαν ὕδωρ Ἰλ. Π. 161· ἐπὶ κυνῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 247, Πλούτ. 2. 971Α· πίνει τὰ καρχαρόδοντα λάπτοντα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1· τῇ γλώσσῃ λ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 53, πρβλ. κάπτω. 2) πίνω ἀπλήστως, πίνω, ῥοφῶ, αἷμα λέλαφας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 492· οἶνον Ἀθήν. 443Ε· καπνὸν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ λεπαστὴν λαψάμενος, καταπίνω, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 17. - Παρ’ Ἀθην. 363Α λαπάττειν διορθωτέον ἀντὶ λάπτειν, ἐκτὸς ἂν θεωρηθῇ ὡς σφάλμα τοῦ συγγραφέως, ὡς παρ’ Εὐστ. 1413. 3.

French (Bailly abrégé)

f. λάψω, ao. ἔλαψα, pf. λέλαφα;
lécher avec la langue, laper.
Étymologie: R. Λαπ, lécher ; cf. lat. labrum.