ἑτεροδιδασκαλέω: Difference between revisions

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτεροδῐδασκᾰλέω''': [[διδάσκω]] ἑτέρας διδασκαλίας, οὐχὶ τὰς ὀρθάς, πρὸς Τιμόθ. Α΄ Επιστ. κ. α΄, 3, Ἰγνάτ. 721Β, κλ.: ― ἑτεροδιδασκαλία, ἡ, ἀπατηλὴ [[διδασκαλία]]. Εὐστ. Πονημάτ. 81. 96: ― ἑτερο-[[διδάσκαλος]], ὁ, ὁ ἕτερα καὶ οὐχὶ τὰ ἀληθῆ διδάσκων, [[αἱρετικός]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 32.
|lstext='''ἑτεροδῐδασκᾰλέω''': [[διδάσκω]] ἑτέρας διδασκαλίας, οὐχὶ τὰς ὀρθάς, πρὸς Τιμόθ. Α΄ Επιστ. κ. α΄, 3, Ἰγνάτ. 721Β, κλ.: ― ἑτεροδιδασκαλία, ἡ, ἀπατηλὴ [[διδασκαλία]]. Εὐστ. Πονημάτ. 81. 96: ― ἑτερο-[[διδάσκαλος]], ὁ, ὁ ἕτερα καὶ οὐχὶ τὰ ἀληθῆ διδάσκων, [[αἱρετικός]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 32.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />enseigner une autre, une fausse doctrine.<br />'''Étymologie:''' [[ἑτεροδιδάσκαλος]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροδῐδασκᾰλέω Medium diacritics: ἑτεροδιδασκαλέω Low diacritics: ετεροδιδασκαλέω Capitals: ΕΤΕΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΕΩ
Transliteration A: heterodidaskaléō Transliteration B: heterodidaskaleō Transliteration C: eterodidaskaleo Beta Code: e(terodidaskale/w

English (LSJ)

   A teach differently, teach false doctrine, 1 Ep.Ti.1.3.

German (Pape)

[Seite 1048] anders, d. i. falsch lehren, N. T; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροδῐδασκᾰλέω: διδάσκω ἑτέρας διδασκαλίας, οὐχὶ τὰς ὀρθάς, πρὸς Τιμόθ. Α΄ Επιστ. κ. α΄, 3, Ἰγνάτ. 721Β, κλ.: ― ἑτεροδιδασκαλία, ἡ, ἀπατηλὴ διδασκαλία. Εὐστ. Πονημάτ. 81. 96: ― ἑτερο-διδάσκαλος, ὁ, ὁ ἕτερα καὶ οὐχὶ τὰ ἀληθῆ διδάσκων, αἱρετικός, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 32.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enseigner une autre, une fausse doctrine.
Étymologie: ἑτεροδιδάσκαλος.