ἀρχαιοπρεπής: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρχαιοπρεπής''': -ές, διαπρεπὴς ἐξ ἀρχαίων χρόνων, τετιμημένος καὶ σεβαστὸς [[ἕνεκα]] τῆς ἀρχαιότητος [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Πρ. 409. 2) ἐν γένει, [[ἀρχαϊκός]], Πλάτ. Σοφ. 229Ε. | |lstext='''ἀρχαιοπρεπής''': -ές, διαπρεπὴς ἐξ ἀρχαίων χρόνων, τετιμημένος καὶ σεβαστὸς [[ἕνεκα]] τῆς ἀρχαιότητος [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Πρ. 409. 2) ἐν γένει, [[ἀρχαϊκός]], Πλάτ. Σοφ. 229Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />vénérable par son antiquité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχαῖος]], [[πρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A time-honoured, venerable, A.Pr.409, Pl.Sph.229e; παράκλησις Iamb.Protr.17: Comp., Dam.Pr.131. Adv.-πῶς ib.337. 2 of literary style, old-fashioned, σχήματα D.H.Comp.23; ὀνόματα Id.Pomp.2; ἑρμηνεία Simp.in Ph. 233.10 (Comp.). Adv. -πῶς ib.111.15.
German (Pape)
[Seite 364] ές, durch Alterthum ehrwürdig, τιμαί Aesch. Prom. 406; übh. = alterthümlich, Plat. Soph. 229 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιοπρεπής: -ές, διαπρεπὴς ἐξ ἀρχαίων χρόνων, τετιμημένος καὶ σεβαστὸς ἕνεκα τῆς ἀρχαιότητος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 409. 2) ἐν γένει, ἀρχαϊκός, Πλάτ. Σοφ. 229Ε.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
vénérable par son antiquité.
Étymologie: ἀρχαῖος, πρέπω.