ἀποφράγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποφράγνῡμι''': ἢ -ύω, ἀποφράττω διὰ φραγμοῦ, [[ἀποχωρίζω]], [[ἀποκλείω]], τὰς ὁδοὺς ἀπεφράγνυσαν Θουκ. 7.74: μεταφ., ἀποφράγνυσαι (ὁ Δινδ. ἀποφάργνυσαι) κύκλῳ τὸ [[πρᾶγμα]], «ἀσφαλίζῃ» (Σχόλ.) Σοφ. Ἀντ. 241: πρβλ. [[ἀποφράσσω]].
|lstext='''ἀποφράγνῡμι''': ἢ -ύω, ἀποφράττω διὰ φραγμοῦ, [[ἀποχωρίζω]], [[ἀποκλείω]], τὰς ὁδοὺς ἀπεφράγνυσαν Θουκ. 7.74: μεταφ., ἀποφράγνυσαι (ὁ Δινδ. ἀποφάργνυσαι) κύκλῳ τὸ [[πρᾶγμα]], «ἀσφαλίζῃ» (Σχόλ.) Σοφ. Ἀντ. 241: πρβλ. [[ἀποφράσσω]].
}}
{{bailly
|btext=enfermer ; obstruer ; <i>fig.</i> [[κἀποφράγνυσαι]] κύκλῳ τὸ [[πρᾶγμα]] SOPH et tu entoures d’avance de mille précautions le récit de l’événement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[φράγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφράγνῡμι Medium diacritics: ἀποφράγνυμι Low diacritics: αποφράγνυμι Capitals: ΑΠΟΦΡΑΓΝΥΜΙ
Transliteration A: apophrágnymi Transliteration B: apophragnymi Transliteration C: apofragnymi Beta Code: a)pofra/gnumi

English (LSJ)

(better ἀποφορτ-φάργ-),

   A fence off, block, τὰς ὁδοὺς ἀπεφάργνυσαν Th.7.74: metaph., ἀποφάργνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα S.Ant.241.

German (Pape)

[Seite 335] (s. φράγνυμι), verzäunen, verstopfen, Thuc. 7, 74; εὖ γε στοχάζει κἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα, du verzäunst dich, schützest dich rings (dich von der That absondernd) gegen die That, wälzest die Schuld von dir, Soph. Ant. 241, s. ἀποφράττω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφράγνῡμι: ἢ -ύω, ἀποφράττω διὰ φραγμοῦ, ἀποχωρίζω, ἀποκλείω, τὰς ὁδοὺς ἀπεφράγνυσαν Θουκ. 7.74: μεταφ., ἀποφράγνυσαι (ὁ Δινδ. ἀποφάργνυσαι) κύκλῳ τὸ πρᾶγμα, «ἀσφαλίζῃ» (Σχόλ.) Σοφ. Ἀντ. 241: πρβλ. ἀποφράσσω.

French (Bailly abrégé)

enfermer ; obstruer ; fig. κἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα SOPH et tu entoures d’avance de mille précautions le récit de l’événement.
Étymologie: ἀπό, φράγνυμι.